ἐνωμοτάρχης: Difference between revisions
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐνωμοτάρχης:''' ου ὁ эномотарх, начальник эномотии Thuc., Xen. | |elrutext='''ἐνωμοτάρχης:''' ου ὁ эномотарх, начальник эномотии Thuc., Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<i>n</i><br />[[leader]] of an [[ἐνωμοτία]], Thuc., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A leader of an ἐνωμοτία (q. v.), Th.5.66 codd., X.Lac.11.4, Ascl.Tact.2.2:—also ἐνωμότ-αρχος, X.An.3.4.21 (v.l.), Arr. Tact.6.2.
German (Pape)
[Seite 860] ὁ, = Folgdm; Thuc. 5, 66 Xen. An. 3, 4, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνωμοτάρχης: -ου, ὁ ἀρχηγὸς ἐνωμοτίας (ἴδε τὴν λέξιν), Θουκ. 5. 66, Ξεν. Λακ. 11, 4· ὡσαύτως ἐνωμόταρχος, ὁ αὐτ. Ἀν. 3. 4, 21 (μετὰ δι. γραφ.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef d’une troupe de 32 ou 36 hommes.
Étymologie: ἐνώμοτος, ἄρχω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ milit., en el ejército de Esparta, cargo de enomotarca, jefe de una enomotía Th.5.66 (cód.), X.Lac.11.4 (cód.), Robert, Et.Epigr.et Phil.307 (Acarnas IV a.C.), Ascl.Tact.2.2, Ael.Tact.5.2, Arr.Tact.6.2, Max.Tyr.27.7.
Greek Monolingual
ο (Α ἐνωμοτάρχης και ἐνωμόταρχος)
νεοελλ.
υπαξιωματικός της χωροφυλακής
αρχ.
αρχηγός ενωμοτίας.
Greek Monotonic
ἐνωμοτάρχης: ή -αρχος, -ου, ὁ, αρχηγός ἐνωμοτίας, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐνωμοτάρχης: ου ὁ эномотарх, начальник эномотии Thuc., Xen.