ἐπιδεής: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(2)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιδεής:''' <b class="num">1)</b> ощущающий потребность, нуждающийся (τινος Xen., Plat., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не имеющий, лишенный ([[ναῦς]] πληρώματος ἐ. Plut.): ἐπιδεέστερός τινος πρός τι Plat. уступающий кому-л. в чем-л.
|elrutext='''ἐπιδεής:''' <b class="num">1)</b> ощущающий потребность, нуждающийся (τινος Xen., Plat., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не имеющий, лишенный ([[ναῦς]] πληρώματος ἐ. Plut.): ἐπιδεέστερός τινος πρός τι Plat. уступающий кому-л. в чем-л.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιδεής]], ές [[ἐπιδέομαι]]<br />in [[want]] of, τινος Plat., Xen.:— comp., ἐπιδεέστερος ἐκείνων [[inferior]] to them, Plat.: Sup. έστατος Plat.
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδεής Medium diacritics: ἐπιδεής Low diacritics: επιδεής Capitals: ΕΠΙΔΕΗΣ
Transliteration A: epideḗs Transliteration B: epideēs Transliteration C: epideis Beta Code: e)pideh/s

English (LSJ)

poet. ἐπιδευής (q.v.), ές,

   A in need of, τινός Pl.Ti.33c, v.l.in X.Cyr.8.7.12, etc.: pl., -δεέες v.l.in Hdt.4.130: Comp. -έστερος ἐκείνων inferior to . ., Pl.Plt.311b: Sup. -έστατος most in need, πλείστων Id.R.579e. Adv. -εῶς inadequately, Id.Lg.899d.

German (Pape)

[Seite 934] ές, bedürftig, Plat. u. Folgde; τινός, Xen. Cyr. 8, 7, 12 u. sonst; πλείστων ἐπιδεέστατος Plat. Rep. IX, 579 e; ἐκείνων ἐπιδεέστερα, jenen nachstehend, Polit. 311 b.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui manque de, gén.;
Cp. ἐπιδεέστερος, Sp. ἐπιδεέστατος.
Étymologie: ἐπιδέω².

Greek Monolingual

ἐπιδεής, -ές (AM) [[[επιδέω]] ΙΙ]
ελλιπής
αρχ.
κατώτερος, υποδεέστερος.

Greek Monotonic

ἐπιδεής: -ές (ἐπιδέομαι), αυτός που στερείται ενός πράγματος, τινος, σε Πλάτ., Ξεν.· συγκρ., ἐπιδεέστερος ἐκείνων, κατώτερος εκείνων, σε Πλάτ.· υπερθ. -έστατος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδεής: 1) ощущающий потребность, нуждающийся (τινος Xen., Plat., Plut.);
2) не имеющий, лишенный (ναῦς πληρώματος ἐ. Plut.): ἐπιδεέστερός τινος πρός τι Plat. уступающий кому-л. в чем-л.

Middle Liddell

ἐπιδεής, ές ἐπιδέομαι
in want of, τινος Plat., Xen.:— comp., ἐπιδεέστερος ἐκείνων inferior to them, Plat.: Sup. έστατος Plat.