ἐπίτοκος: Difference between revisions
στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → for no one loves the messenger who brings bad news
(2) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπίτοκος:''' <b class="num">1)</b> близкая к родам (αἶγες Arst.);<br /><b class="num">2)</b> отданный в рост, дающий проценты: τόκοι ἐπίτοκοι Plat. сложные проценты. | |elrutext='''ἐπίτοκος:'''<br /><b class="num">1)</b> близкая к родам (αἶγες Arst.);<br /><b class="num">2)</b> отданный в рост, дающий проценты: τόκοι ἐπίτοκοι Plat. сложные проценты. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, (τόκος I)
A near childbirth, Hp.Superf.17, Antiph.306 (condemned by Phryn. 310), Arist.HA573a2, etc.: heterocl. acc. sg. ἐπίτοκα IG5(1).1390.33 (Andania). 2 fruitful, having borne children, Hp.Epid.6.8.32. II (τόκος II) bearing interest upon interest, τόκοι ἐ. compound interest, Pl. Lg.842d.
German (Pape)
[Seite 994] 1) der Geburt, der Niederkunft nahe, von Phryn. 333 als unattisch für ἐπίτεξ verworfen, doch mit einer Stelle aus Antiphan. com. belegt, s. Arist. H. A. 6, 18 auch von Thieren, wie Plut. es. carn. 2, 1. – 2) Zinsen tragend, τόκοι ἐπίτοκοι, die wieder Zinsen tragen, Zins auf Zins, Plat. Legg. VIII, 842 d; δάνεισμα Poll. 8, 141.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτοκος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ἐγγὺς τοῦ τεκεῖν, «ἐπίτοκος ἡ γυνὴ ἀδοκίμως εἶπεν Ἀντιφάνης ὁ κωμῳδός, δέον ἐπίτεξ εἰπεῖν» Φρύν. 333· ἀλλ’ ἡ ἀποδοκιμαζομένη λέξις ἀπαντᾷ παρ’ Ἱπποκρ. καὶ Ἀριστ. 2) γόνιμος, τίκτουσα, Ἱππ. 1201Η· ἐν γαστρὶ ἔχουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 573. a2: καὶ οὕτω γιγνώσκουσιν ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν οἱ ποιμένες, ἴδε ἐπίτεξ. ΙΙ. (τόκος ΙΙ) φέρων τόκον ἐπὶ τόκῳ, τόκοι ἐπίτοκοι, τόκοι ἐπιφέροντες τόκους, Λατ. vorsura, Πλάτ. Νόμ. 842D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίτοκος, -ον)
(για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) ετοιμόγεννη («οὕτω γιγνώσκουσιν, ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. γόνιμος, καρποφόρος
2. αυτός που φέρνει κι άλλον τόκο («καὶ ἐπιτόκων τόκων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + τόκος (< τίκτω)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπίτοκος:
1) близкая к родам (αἶγες Arst.);
2) отданный в рост, дающий проценты: τόκοι ἐπίτοκοι Plat. сложные проценты.