ἐτνήρυσις: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐτνήρῠσις:''' εως ἡ разливательная ложка, черпак Arph.
|elrutext='''ἐτνήρῠσις:''' εως ἡ разливательная ложка, черпак Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐτνήρῠσις, εως [[ἀρύω]]<br />a [[soup]]-[[ladle]], Ar.
}}
}}

Revision as of 22:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτνήρῠσις Medium diacritics: ἐτνήρυσις Low diacritics: ετνήρυσις Capitals: ΕΤΝΗΡΥΣΙΣ
Transliteration A: etnḗrysis Transliteration B: etnērysis Transliteration C: etnirysis Beta Code: e)tnh/rusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀρύω A)

   A soup-ladle, Ar.Ach.245, Fr.779.

German (Pape)

[Seite 1052] ἡ, der Kochlöffel, die Kelle, den Brei umzurühren und auszufüllen (ἀρύω), Ar. Ach. 245; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτνήρῠσις: -εως, ἡ, (ἀρύω) κοχλιάριον δι’ οὗ ταράσσουσιν ἤ ἐξάγουσι τὸ ἔτνος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 245, Ἀποσπ. 612. Πρβλ. ἐτνοδόνος καὶ ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
sorte de cuiller.
Étymologie: ἔτνος, ἀρύω.

Greek Monolingual

ἐτνήρυσις, ἡ (Α)
κουτάλα με την οποία ανακατεύουν ή βγάζουν τη σούπα, τον χυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + έρυσις «άντληση», το -η αντί ε- λόγω της συνθέσεως].

Greek Monotonic

ἐτνήρῠσις: -εως, ἡ (ἀρύω), κουτάλα για ανακάτεμα ζωμού, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐτνήρῠσις: εως ἡ разливательная ложка, черпак Arph.

Middle Liddell

ἐτνήρῠσις, εως ἀρύω
a soup-ladle, Ar.