εὔτοκος: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὔτοκος:''' легко рож(д)ающий ([[ἵππος]] τῶν τετραπόδων εὐτοκώτατον Arst.). | |elrutext='''εὔτοκος:''' легко рож(д)ающий ([[ἵππος]] τῶν τετραπόδων εὐτοκώτατον Arst.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὔ-τοκος, ον [[τίκτω]]<br />[[bringing]] [[forth]] [[easily]], Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A bringing forth easily, Arist. HA576a22 (Comp.), 573a9 (Sup.), Chrysipp.Stoic.2.212 (Sup.). 2 = εὔτεκνος 1 (which is v.l.), Ph.1.274; fertile, Hp.Nat.Mul.16.
German (Pape)
[Seite 1102] leicht, glücklich gebärend, Arist. H. A. 6, 22, ἵππος τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον 6, 18.
Greek (Liddell-Scott)
εὔτοκος: -ον, εὐκόλως γεννῶν, ἀντίθ. τῷ δύστοκος, ἵππος δὲ τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 21, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
adj. f.
qui enfante heureusement ou aisément.
Étymologie: εὖ, τίκτω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔτοκος, -ον)
(για γυν. ή θηλ. ζώο) αυτή που γεννά εύκολα, η ευκολόγεννη
αρχ.
1. γόνιμος σε τέκνα
2. αυτός που βοηθά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τόκος (< τίκτω) τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τοκ- του θ. τεκ- (πρβλ. αόρ. β' τέκ-νον, έ-τεκον)].
Greek Monotonic
εὔτοκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννάει εύκολα, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὔτοκος: легко рож(д)ающий (ἵππος τῶν τετραπόδων εὐτοκώτατον Arst.).