θημολογέω: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θημολογέω:''' собирать в кучу, нагромождать (Anth. - v. l. [[θινολογέω]] и [[θυννολογέω]]). | |elrutext='''θημολογέω:''' собирать в кучу, нагромождать (Anth. - v. l. [[θινολογέω]] и [[θυννολογέω]]). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θημο-λογέω, fut. -ήσω [[θημών]], [[λέγω]]<br />to [[collect]] in a [[heap]], shortened from θημωνολογέω, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 9 January 2019
English (LSJ)
A collect in a heap, shortd. from θημωνολογέω (metri.gr.), ψαμμίτην δόρπον AP9.551 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 1208] Antiphil. 45 (IX, 551) ἐθημολόγει ψαμμίτην δόρπον, auf einen Haufen sammeln, wo Lobeck ἐθινολόγει, Andere ἐθυννολόγει lesen wollen.
Greek (Liddell-Scott)
θημολογέω: συναθροίζω εἰς σωρὸν ἢ θημωνιάν, συντμηθὲν ἐκ τοῦ θημωνολογέω (χάριν τοῦ μέτρου), Ἀνθ. Π. 9. 551.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
amonceler.
Étymologie: θημών, λέγω².
Greek Monotonic
θημολογέω: (θημών, λέγω), μέλ. -ήσω, συναθροίζω σε σωρό ή θημωνιά, συσσωρεύω, συντ. από το θημωνολογέω, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θημολογέω: собирать в кучу, нагромождать (Anth. - v. l. θινολογέω и θυννολογέω).
Middle Liddell
θημο-λογέω, fut. -ήσω θημών, λέγω
to collect in a heap, shortened from θημωνολογέω, Anth.