ἰδάλιμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰδάλιμος:''' (ῑδᾰ) вызывающий потение, обливающий потом ([[καῦμα]] Hes.).
|elrutext='''ἰδάλιμος:''' (ῑδᾰ) вызывающий потение, обливающий потом ([[καῦμα]] Hes.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰδάλιμος]], ον [[ἶδος]]<br />causing [[sweat]], Hes.
}}
}}

Revision as of 23:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδάλιμος Medium diacritics: ἰδάλιμος Low diacritics: ιδάλιμος Capitals: ΙΔΑΛΙΜΟΣ
Transliteration A: idálimos Transliteration B: idalimos Transliteration C: idalimos Beta Code: i)da/limos

English (LSJ)

[ῑ], ον, (ἶδος)

   A causing sweat, καῦμα Hes.Op.415.

German (Pape)

[Seite 1235] = εἰδάλιμος, VLL. Schweiß erregend, καῦμα Hes. O. 417.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδάλιμος: -ον, (ἶδος) προξενῶν ἱδρῶτα, καῦμα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui provoque la sueur.
Étymologie: ἶδος.

Greek Monolingual

ἰδάλιμος, -ον (Α)
αυτός που προκαλεί έκκριση ιδρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδος (το) «ιδρώτας», κατά τα ειδά-λιμος, κυδά-λιμος].

Greek Monotonic

ἰδάλιμος: -ον (ἶδος), αυτός που προκαλεί ιδρώτα, εφίδρωση, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰδάλιμος: (ῑδᾰ) вызывающий потение, обливающий потом (καῦμα Hes.).

Middle Liddell

ἰδάλιμος, ον ἶδος
causing sweat, Hes.