κάππαρις: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(2b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κάππαρις:''' εως ἡ бот. каперсы (кустарник или плод его - Capparis spinosa) Arst., Plut. | |elrutext='''κάππαρις:''' εως ἡ бот. каперсы (кустарник или плод его - Capparis spinosa) Arst., Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάππαρις -εως, ἡ Ion. gen. -ιος, kapper, kappertje (zowel de plant als de vrucht). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ,
A caper-plant, Capparis spinosa, or its fruit, caper, Hp.Fist.10 (v.l. καπαρ-), Arist.Pr.924a1, Antiph.62, Timocl. 23, Alex.127.6, Thphr.HP6.5.2, PCair.Zen.488 (iii B.C.), LXXEc. 12.5, Dsc.2.173, etc.; ὁ Ζήνων ὤμνυε τὴν κ. Empedusap.Ath.9.370c.
German (Pape)
[Seite 1324] εως, ἡ, der Kapernstrauch u. seine Frucht, die Kapern; Hippocr. u. Theophr.; Ath. XIII, 567 e.
Greek (Liddell-Scott)
κάππαρις: -εως, ἡ, τὸ φυτὸν καὶ ὁ καρπός, Λατ. capparis, Ἱπποκρ. 890Ε, Ἀριστ. Προβλ. 20. 12, Ἀντιφάνης ἐν «Βομβυλίω» 3, κ. ἀλλ.· τὴν κάππαριν συνέλεγον αἱ πτωχαὶ γυναῖκες, Φρύνης ἐρασθεὶς ἡνικ’ ἔτι τὴν κάππαριν συνέλεγεν Τιμοκλ. ἐν «Νεαίρᾳ» 1· ἐντεῦθεν εν τῷ ὑποκορ. ἡ παροιμία, πρὸς καππάριον ζῇς, δυνάμενος πρὸς ἀνθίαν Ἀνων. Κωμικ. παρὰ Πλουτ. 668Α· - ἡ ῥίζα αὐτῆς ἐκαλεῖτο καππαρόριζον, Ὀρνεοσόφ. σ. 252.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
câprier, plante ; câpre.
Étymologie: DELG emprunt certain, mais on ne sait pas à quelle langue.
Greek Monotonic
κάππᾰρις: -εως, ἡ, το φυτό κάππαρη ή ο καρπός της κάππαρης, Λατ. capparis, σε Αριστ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
κάππαρις: εως ἡ бот. каперсы (кустарник или плод его - Capparis spinosa) Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάππαρις -εως, ἡ Ion. gen. -ιος, kapper, kappertje (zowel de plant als de vrucht).