κατερυκάνω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(2b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατερῡκάνω:''' Hom. = [[κατερύκω]].
|elrutext='''κατερῡκάνω:''' Hom. = [[κατερύκω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt==kateru/_kw, Il.]
}}
}}

Revision as of 14:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατερῡκάνω Medium diacritics: κατερυκάνω Low diacritics: κατερυκάνω Capitals: ΚΑΤΕΡΥΚΑΝΩ
Transliteration A: katerykánō Transliteration B: katerykanō Transliteration C: katerykano Beta Code: kateruka/nw

English (LSJ)

[ᾰ], lengthd. form of

   A κατερύκω, μή μ' ἐθέλοντ' ἰέναι κατερύκανε Il.24.218.

German (Pape)

[Seite 1397] = Folgdm, Il. 24, 218, wie Orph. Arg. 645, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

κατερῡκάνω: ᾰ ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἑπομ., μή μ’ ἐθέλοντ’ ἰέναι κατερύκανε Ἰλ. Ω. 218.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
κατερύκω.

Greek Monolingual

κατερυκάνω (Α)
(παρεκτεταμ. τ. του κατερύκω) κρατώ πίσω, εμποδίζω, αναχαιτίζω.

Greek Monotonic

κατερῡκάνω: [ᾰ], = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κατερῡκάνω: Hom. = κατερύκω.

Middle Liddell

=kateru/_kw, Il.]