καταστύφελος: Difference between revisions
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταστύφελος:''' (ῠ) весьма твердый, каменистый ([[πέτρη]] HH; [[χῶρος]] Hes.). | |elrutext='''καταστύφελος:''' (ῠ) весьма твердый, каменистый ([[πέτρη]] HH; [[χῶρος]] Hes.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-στύφελος -ον zeer ruw, ruig. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A very hard or rugged, πέτρη, χῶρος, h.Merc. 124, Hes.Th.806.
German (Pape)
[Seite 1383] sehr hart, fest, πέτρη, χῶρος, H. h. Herc. 124 Hes. Th. 806.
Greek (Liddell-Scott)
καταστύφελος: ῠ, ον, λίαν τραχὺς ἢ ἀπότομος πέτρη, χῶρος Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἡσ. Θ. 806· «κατάξηρος» καθ’ Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 très dur, très rude;
2 très sec.
Étymologie: κατά, στυφελός.
Greek Monolingual
καταστύφελος, -ον (Α)
πολύ σκληρός, τραχύς, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στυφελός «τραχύς»].
Greek Monotonic
καταστύφελος: [ῠ], -ον, πολύ τραχύς ή απότομος, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
καταστύφελος: (ῠ) весьма твердый, каменистый (πέτρη HH; χῶρος Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-στύφελος -ον zeer ruw, ruig.