κλυδωνίζομαι: Difference between revisions
ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example
(3) |
(1ba) |
||
Line 19: | Line 19: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κλῠδωνίζομαι:''' быть колеблемым (словно) волнами NT. | |elrutext='''κλῠδωνίζομαι:''' быть колеблемым (словно) волнами NT. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κλῠδωνίζομαι,<br />Pass. to be tossed like waves, NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 1457] Wellen schlagen, wogen, rauschen, von den Wogen herumgeworfen werden, auch übertr. vom Unglück, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠδωνίζομαι: Παθ., πληροῦμαι κυμάτων, κυμαίνομαι, ταράττομαι, Ἡσύχ.· διαρρίπτομαι ὡς ὑπὸ κυμάτων, παντὶ ἀνέμῳ Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. 4. 14· ― ἐν τῷ ἐνεργ., Ἰωσήπ. Γένεσ. 35Β.
English (Strong)
middle voice from κλύδων; to surge, i.e. (figuratively) to fluctuate: toss to and fro.
English (Thayer)
participle κλυδωνιζόμενος; (κλύδων); to be tossed by the waves; metaphorically, to be agitated (like the waves) mentally (A. V. tossed to and fro): with the dative of instrum. παντί ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, οἱ ἄδικοι κλυδωνισθήσονται καί ἀναπαύσασθαι οὐ δυνήσονται, ὁ δῆμος ταρασσόμενος καί κλυδωνιζόμενος οἰχήσεται φεύγων, Josephus, Antiquities 9,11, 3; κλυδωνιζόμενος ἐκ τοῦ ποθου, Aristaenet. epistles 1,26, p. 121, Boissonade edition (Ephesians 27,14edition Abresch)).
Greek Monolingual
(AM κλυδωνίζομαι) κλύδων
1. συνταράσσομαι από μεγάλη φουρτούνα, παλεύω με τα κύματα («το πλοίο κλυδωνιζόταν πολλές ώρες και κινδύνευσε να βυθιστεί»)
2. μτφ. συνταράσσομαι ή ταλαιπωρούμαι όπως σε θαλασσοταραχή, βρίσκομαι σε ταραχώδη ή ασταθή κατάσταση (α. «οἱ δὲ ἄδικοι κλυδωνισθήσονται», ΠΔ
β. «ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας», ΚΔ).
Greek Monotonic
κλῠδωνίζομαι: Παθ., αναταράζομαι όπως τα κύματα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
κλῠδωνίζομαι: быть колеблемым (словно) волнами NT.
Middle Liddell
κλῠδωνίζομαι,
Pass. to be tossed like waves, NTest.