κρεάδιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(3)
(1ba)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρεάδιον:''' (ᾱ) τό кусочек мяса Xen., Arph., Plut.
|elrutext='''κρεάδιον:''' (ᾱ) τό кусочек мяса Xen., Arph., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρεά¯διον, ου, τό, [Dim. of [[κρέας]],]<br />a [[morsel]] of [[meat]], [[slice]] of [[meat]], Ar., Xen.
}}
}}

Revision as of 03:05, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

κρεάδιον: ἢ κρᾴδιον ᾱ, τό, ὑποκορ. τοῦ κρέας, τεμάχιον κρέατος, «ἕνα κομματάκι κρέας», Ἀριστοφ. Πλ. 227· κρεάδιόν τι φαῦλον ἢ ταρίχιον Κηφισόδ. ἐν «Ὑῒ» 2, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 507, Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 15.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit morceau de chair, de viande.
Étymologie: dim. de κρέας.

Greek Monolingual

κρεᾴδιον, τὸ (AM)
μικρό κομμάτι κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ. ζυγ-άδιον, κηπ-άδιον)].

Greek Monotonic

κρεάδιον: [ᾱ], τό, υποκορ. του κρέας, τεμάχιο κρέατος, κομμάτι κρέας, σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κρεάδιον: (ᾱ) τό кусочек мяса Xen., Arph., Plut.

Middle Liddell

κρεά¯διον, ου, τό, [Dim. of κρέας,]
a morsel of meat, slice of meat, Ar., Xen.