λεληθότως: Difference between revisions
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λεληθότως:''' скрыто, незаметно Plat., Plut. | |elrutext='''λεληθότως:''' скрыто, незаметно Plat., Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[adverb from [[part]]. perf. of [[λανθάνω]],]<br />[[imperceptibly]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:25, 10 January 2019
English (LSJ)
Adv. pf. part. of λανθάνω,
A imperceptibly, Pl.Ax.365c, Cic.Att.6.5.3, Fam.9.2.3, D.H.Comp.22, Anacreont.15.16, Luc.Am. 13; secretly, LXX 2 Ma.6.11, 8.1.
German (Pape)
[Seite 28] adv. zum part. perf. von λανθάνω, heimlich, unvermerkt, Plat. Ax. 365 c u. Sp., von Hdn. für κρύφα verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
λεληθότως: ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ λανθάνω, ὡς τὸ λάθρᾳ, Πλάτ. Ἀξίοχ. 365C, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22 σ. 165R· τὸ λελ. Ἀνακρεόντ. 15. 16.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans qu’on s’en aperçoive, secrètement.
Étymologie: λέληθα.
Greek Monolingual
(Α λεληθότως)
επίρρ. χωρίς να το αντιληφθεί κάποιος, κρυφά, απαρατήρητα («ἕτεροι δὲ πλησίον συνδραμόντες εἰς τὰ σπήλαια, λεληθότως ἄγειν τὴν ἑβδομάδα», ΠΔ)
αρχ.
ασυναίσθητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεληθώς, μτχ. παρακμ. του λανθάνω «διαφεύγω την προσοχή»].
Greek Monotonic
λεληθότως: επίρρ. μτχ. παρακ. του λανθάνω, μυστικά, ανεπαίσθητα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
λεληθότως: скрыто, незаметно Plat., Plut.
Middle Liddell
[adverb from part. perf. of λανθάνω,]
imperceptibly, Plat.