λήρημα: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λήρημα:''' ατος τό (только pl.) пустая болтовня, вздор Plat. | |elrutext='''λήρημα:''' ατος τό (только pl.) пустая болтовня, вздор Plat. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λήρημα]], ατος, τό, [from [[ληρέω]]<br />[[silly]] [[talk]], [[nonsense]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A silly talk, nonsense, Pl.Grg.486c (pl.), Phld.Mus.p.72 K. (pl.), Gal.8.651 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
λήρημα: τό, ἀνόητος ὁμιλία, φλυαρία, ἀνοησία, μωρολογία, Πλάτ. Γοργ. 486C, ἐν τῷ πληθ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sottise, radotage.
Étymologie: ληρέω.
Greek Monolingual
το (Α λήρημα) ληρώ
ανόητη ομιλία, φλυαρία, μωρολογία, ανοητολογία («εἴτε ληρήματα χρὴ φάναι εἶναι εἴτε φλυαρίας», Πλάτ.).
Greek Monotonic
λήρημα: -ατος, τό, ανόητη ομιλία, φλυαρία, ανοησία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
λήρημα: ατος τό (только pl.) пустая болтовня, вздор Plat.