μονόφρουρος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μονόφρουρος:''' один только охраняющий, единственно оберегающий (Ἀπίας γαίας [[ἕρκος]] Aesch.).
|elrutext='''μονόφρουρος:''' один только охраняющий, единственно оберегающий (Ἀπίας γαίας [[ἕρκος]] Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μονό-φρουρος, ον [φρουρα]<br />watching [[alone]], [[sole]] [[guardian]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 04:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόφρουρος Medium diacritics: μονόφρουρος Low diacritics: μονόφρουρος Capitals: ΜΟΝΟΦΡΟΥΡΟΣ
Transliteration A: monóphrouros Transliteration B: monophrouros Transliteration C: monofrouros Beta Code: mono/frouros

English (LSJ)

ον,

   A watching alone, γαίας μονόφρουρον ἕρκος A.Ag.257 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 206] allein bewachend, Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος, Aesch. Ag. 248.

Greek (Liddell-Scott)

μονόφρουρος: -ον, ὁ ἀγρυπνῶν μόνος, μόνος φύλαξ, φρουρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 257.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est seul gardien, seul défenseur.
Étymologie: μόνος, φρουρά.

Greek Monolingual

μονόφρουρος, -ον (Α)
αυτός που φρουρεί μόνος του, ο μόνος φύλακας («ὡς θέλει τόδ' ἄγχιστον Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + φρουρός.

Greek Monotonic

μονόφρουρος: -ον (φρουρά), αυτός που φυλάει σκοπιά μόνος του, μοναδικός φρουρός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μονόφρουρος: один только охраняющий, единственно оберегающий (Ἀπίας γαίας ἕρκος Aesch.).

Middle Liddell

μονό-φρουρος, ον [φρουρα]
watching alone, sole guardian, Aesch.