μυλικός: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(3) |
(1ba) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μῠλικός:''' мельничный ([[λίθος]] NT). | |elrutext='''μῠλικός:''' мельничный ([[λίθος]] NT). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μῠλικός, ή, όν [[μύλη]]<br />of or for a [[mill]], [[λίθος]] NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, (
A μύλη 1) for a mill, λίθος Ev.Luc.17.2. II (μύλη V) of or for the grinders, ἡ μ. (sc. ἔμπλαστρος) remedy for toothache, Gal.12.869, 877.
German (Pape)
[Seite 217] zur Mühle gehörig, λίθος, Mühlstein, N. T. – Für die Backenzähne dienlich, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλικός: -ή, -όν, (μύλη) ὁ εἰς μύλον ἀνήκων ἢ ἁρμόζων, λίθος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 42: κάνθων μ., ἐργαστήριον μυλ. Ἐκκλ. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς γομφίους ὀδόντας, ἡ μ., φάρμακον πρὸς ὀδονταλγίαν, Ἀλεξ. Τραλλ. 3. 214.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de meule, de moulin;
2 qui concerne les molaires.
Étymologie: μύλη.
English (Strong)
from μύλος; belonging to a mill: mill(-stone).
English (Thayer)
(μύλινος) μυλινη, μύλινον;
1. made of mill-stones: Boeckh, Inscriptions 2, p. 784, no. 3371,4.
2. equivalent to μυλικός (see the preceding word): L WH.
Greek Monolingual
μυλικός, -ή, -όν (ΑΜ) μύλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλο («μυλικὸς λίθος»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μυλόδοντες, στους τραπεζίτες
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μυλική
(ενν. ἔμπλαστρος) φάρμακο για τον πονόδοντο.
Greek Monotonic
μῠλικός: -ή, -όν (μύλη), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μύλο, λίθος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
μῠλικός: мельничный (λίθος NT).