οὐατόεις: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οὐᾰτόεις:''' όεσσα, όεν ушастый, длинноухий ([[λαγώς]] Anth.). | |elrutext='''οὐᾰτόεις:''' όεσσα, όεν ушастый, длинноухий ([[λαγώς]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=οὐᾰτόεις, εσσα, εν<br />[[long]]-eared, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 9 January 2019
English (LSJ)
εσσα, εν,
A long-eared, θήρ Call.Aet.Oxy.2079.31; λαγώς AP7.207 (Mel.). 2 with ears or handles, σκύφος Simon.246; καλαύροπες Antim.61. (Cf. ὠτώεις.)
German (Pape)
[Seite 408] εσσα, εν, = Vorigem, οὐατόεντα λαγων, mit langen Ohren, Mel. 120 (VII, 207).
Greek (Liddell-Scott)
οὐᾰτόεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων μακρὰ ὦτα, θὴρ Καλλ. Ἀποσπ. 320· λαγὼς Ἀνθ. Π. 7. 207. 2) ὁ ἔχων ὦτα ἢ λαβὰς, σκύφος Σιμωνίδ. 247· καλαῦροψ Ἀντίμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Ψ. 845. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «οὐατόεν· ὦτα ἔχον. καὶ ὅπερ ἔχει κρεμαμένους ὄζους πολλούς. ὀζῶδες, τραχύ».
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
1 qui a de longues oreilles;
2 à une ou à plusieurs anses.
Étymologie: οὖας.
Greek Monolingual
οὐατόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει μακριά αφτιά
2. μτφ. αυτός που έχει δύο λαβές οι οποίες μοιάζουν με αφτιά
3. (για δένδρο) αυτός που έχει κλαδιά τα οποία κλίνουν προς τα κάτω
4. (κατά τον Ησύχ.) «οὐατόεν
ὦτα ἔχον. καὶ ὅπερ ἔχει κρεμαμένους ὄζους πολλούς, ὀξώδης, τραχύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, οὔατος «αφτί» (βλ. λ. ους) + κατάλ. -όεις].
Greek Monotonic
οὐᾰτόεις: -εσσα, -εν, αυτός που έχει μακριά αυτιά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
οὐᾰτόεις: όεσσα, όεν ушастый, длинноухий (λαγώς Anth.).
Middle Liddell
οὐᾰτόεις, εσσα, εν
long-eared, Anth.