πάρορνις: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πάρορνις:''' ῑθος ὁ или ἡ происходящий под дурным предзнаменованием, несчастливый (πόροι Aesch.). | |elrutext='''πάρορνις:''' ῑθος ὁ или ἡ происходящий под дурным предзнаменованием, несчастливый (πόροι Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πάρ-ορνῐς, ῑθος, ὁ, ἡ,<br />ill-omened, Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ῑθος, ὁ, ἡ,
A having ill omens, πόροι ill-omened voyages, A. Eu.770.
German (Pape)
[Seite 527] ιθος, wobei der Vogelflug ungünstig ist, unter ungünstigen Vorbedeutungen, ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες, Aesch. Eum. 740, d. i. unglückliche Fahrt.
Greek (Liddell-Scott)
πάρορνῐς: -ῑθος, ὁ, ἡ, τὸ ἔχων κακοὺς οἰωνούς, δυσοίωνος, ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρορνίθους πόρους Αἰσχύλ. Εὐμ. 770· ἴδε ἐν λέξ. ὅδιος.
French (Bailly abrégé)
ιθος (ὁ, ἡ)
de mauvais augure.
Étymologie: παρά, ὄρνις.
Greek Monolingual
-όρνιθος, ὁ, ἡ, Α
δυσοίωνος («ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες», Αισχύλ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὄρνις (πρβλ. δύσ-ορνις)].
Greek Monotonic
πάρορνῐς: -ῖθος, ὁ, ἡ, αυτός που λαμβάνει κακούς οιωνούς, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάρ-ορνις -ῑθος, als adj. met slechte voortekens.
Russian (Dvoretsky)
πάρορνις: ῑθος ὁ или ἡ происходящий под дурным предзнаменованием, несчастливый (πόροι Aesch.).
Middle Liddell
πάρ-ορνῐς, ῑθος, ὁ, ἡ,
ill-omened, Aesch.