πηλώδης: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πηλώδης:''' <b class="num">1)</b> глинистый (τὸ [[ἕλος]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> илистый, грязный ([[ὕδωρ]] Plat.). | |elrutext='''πηλώδης:''' <b class="num">1)</b> глинистый (τὸ [[ἕλος]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> илистый, грязный ([[ὕδωρ]] Plat.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πηλώδης -ες [πηλός] modderig. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A clayey, muddy, ἀταρπιτός Parm.20; of places, Th. 6.101, Arist.HA549b15, etc.; of the river Acheron, Pl.Phd. 113b.
German (Pape)
[Seite 610] ες, thon- od. lehmartig, kothig; Thuc. 6, 101; καὶ θολερός, Plat. Phaed. 113 b; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πηλώδης: -ες, (εἶδος) ὁ πλήρης πηλοῦ, βορβορώδης, λασπώδης, ἐπὶ τόπων, Θουκ. 6. 101, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8, κτλ.· ἐπὶ προσώπων, ἀκάθαρτος, «λερός», Πλάτ. Φαίδων 113Β.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
boueux, fangeux.
Étymologie: πηλός, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες, ΝΜΑ πηλός
νεοελλ.
όμοιος με πηλό
μσν.-αρχ.
γεμάτος πηλό, γεμάτος λάσπη.
Greek Monotonic
πηλώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πηλό, πηλώδης, λασπωμένος, λέγεται για τόπους, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πηλώδης: 1) глинистый (τὸ ἕλος Thuc.);
2) илистый, грязный (ὕδωρ Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηλώδης -ες [πηλός] modderig.