Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλατύπους: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(3b)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν / [[πλατύπους]], -ουν και, -οος, -οον, ΝΑ, και πλατύποδος, -η, -ο και πλατύποδας, -η, -ο, Ν<br />(ως επίθ. και ουσ.) αυτός που έχει πλατιά πόδια, [[πλατυπόδαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που πάσχει από [[πλατυποδία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πλατύπους]]<br />[[ονομασία]] του μοναδικού είδους Ornithorhynchus anatinus, πρωτόγονου ωοτόκου θηλαστικού που ανήκει στην [[οικογένεια]] ornithorhynchidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>πρβλ.</b> [[ταχύ]]-[[πους]])].
|mltxt=-ουν / [[πλατύπους]], -ουν και, -οος, -οον, ΝΑ, και πλατύποδος, -η, -ο και πλατύποδας, -η, -ο, Ν<br />(ως επίθ. και ουσ.) αυτός που έχει πλατιά πόδια, [[πλατυπόδαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που πάσχει από [[πλατυποδία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πλατύπους]]<br />[[ονομασία]] του μοναδικού είδους Ornithorhynchus anatinus, πρωτόγονου ωοτόκου θηλαστικού που ανήκει στην [[οικογένεια]] ornithorhynchidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>πρβλ.</b> [[ταχύ]]-[[πους]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πλᾰτύπους:''' 2, gen. ποδος (ῠ) с плоской ступней Diog. L.
|elrutext='''πλᾰτύπους:''' 2, gen. ποδος (ῠ) с плоской ступней Diog. L.
}}
}}

Revision as of 11:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύπους Medium diacritics: πλατύπους Low diacritics: πλατύπους Capitals: ΠΛΑΤΥΠΟΥΣ
Transliteration A: platýpous Transliteration B: platypous Transliteration C: platypous Beta Code: platu/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A flat-footed, D.L.1.81.

German (Pape)

[Seite 627] breitfüßig, D. L. 1, 81.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων πλατεῖς πόδας, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 1. 81.

Greek Monolingual

-ουν / πλατύπους, -ουν και, -οος, -οον, ΝΑ, και πλατύποδος, -η, -ο και πλατύποδας, -η, -ο, Ν
(ως επίθ. και ουσ.) αυτός που έχει πλατιά πόδια, πλατυπόδαρος
νεοελλ.
1. ως ουσ. αυτός που πάσχει από πλατυποδία
2. το αρσ. ως ουσ. ο πλατύπους
ονομασία του μοναδικού είδους Ornithorhynchus anatinus, πρωτόγονου ωοτόκου θηλαστικού που ανήκει στην οικογένεια ornithorhynchidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πούς (πρβλ. ταχύ-πους)].

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτύπους: 2, gen. ποδος (ῠ) с плоской ступней Diog. L.