προσεμφερής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσεμφερής:''' похожий, сходный Xen., Eur., Arst.: προσεμφερέστατοι αὐλοῖσιν Her. (трубки) очень похожие на свирели.
|elrutext='''προσεμφερής:''' похожий, сходный Xen., Eur., Arst.: προσεμφερέστατοι αὐλοῖσιν Her. (трубки) очень похожие на свирели.
}}
{{elnl
|elnltext=προσεμφερής -ές [προσεμφέρω] gelijkend op, met dat.
}}
}}

Revision as of 08:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεμφερής Medium diacritics: προσεμφερής Low diacritics: προσεμφερής Capitals: ΠΡΟΣΕΜΦΕΡΗΣ
Transliteration A: prosempherḗs Transliteration B: prosempherēs Transliteration C: prosemferis Beta Code: prosemferh/s

English (LSJ)

ές,

   A resembling, φυσητῆρες αὐλοῖσι προσεμφερέστατοι Hdt.4.2, cf. E.Fr.382.13, X.Smp.4.19, Arist.HA 629a31, Thphr.HP3.10.1, al., Epicur.Ep.1p.19U. (Sup.). Adv. -ρῶς D.S.24.3.

German (Pape)

[Seite 759] ές, gleichkommend, ähnlich, τινί; προσεμφερέστατος, Her. 4, 2; Arist. H. A. 2, 1; Ath. VIII, 332 e u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσεμφερής: -ές, προσόμοιος, παρόμοιος, φυσητῆρες αὐλοῖσιν προσεμφερέστατοι Ἡρόδ. 4. 2, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 13, Ξεν. Συμπ. 4, 19, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 43, ἀλ. Ἐπίρρ. -ρῶς, Διοδ. Ἐκλογ. 565. 21, πρβλ. ἐμφερής, προσφερής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a quelque rapport avec, τινι;
Sp. προσεμφερέστατος.
Étymologie: πρός, ἐμφέρω.

Greek Monolingual

-ές, Α
παρεμφερής, παρόμοιος («ἡ δὲ τενθρηδὼν προσεμφερὴς μὲν ἐστι τῇ άνθρήνῃ», Αριστοτ.). Επιρρ. προσεμφερῶς Α
κατά τρόπο παρεμφερή, παρόμοιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐμφερής «όμοιος»].

Greek Monotonic

προσεμφερής: -ές, παρόμοιος, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσεμφερής: похожий, сходный Xen., Eur., Arst.: προσεμφερέστατοι αὐλοῖσιν Her. (трубки) очень похожие на свирели.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσεμφερής -ές [προσεμφέρω] gelijkend op, met dat.