προσλάζυμαι: Difference between revisions
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσλάζῠμαι:''' (только praes.) браться, хватать: ἀείρετέ μου χειρὸς προσλαζύμεναι Eur. поднимите меня за руку. | |elrutext='''προσλάζῠμαι:''' (только praes.) браться, хватать: ἀείρετέ μου χειρὸς προσλαζύμεναι Eur. поднимите меня за руку. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-λάζυμαι vastpakken:. γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι (mij) bij mijn oude hand vastpakkend Eur. Hec. 64. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 1 January 2019
English (LSJ)
A take hold of besides, χειρός E.Hec.64 (anap.): also προσκῡρ-λάζομαι, Pomp.Mac.1.3.
German (Pape)
[Seite 771] = Vorigem; γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμενοι, Eur. Hec. 64; Pomp. Macr. bei Stob. Floril. 78, 7.
Greek (Liddell-Scott)
προσλάζῠμαι: ἀποθετ., γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι, «ἐχόμεναι τῆς γεραιᾶς χειρὸς» (σχολ.), Εὐρ. Ἑκ. 64.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
poét. c. προσλαμβάνω.
Étymologie: πρός, λάζυμαι.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) κρατιέμαι επί πλέον από κάπου («γεραιᾱς χειρὸς προσλαζύμεναι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + λάζυμαι, ιων. τ. του λάζομαι «λαμβάνω, δράττομαι»].
Greek Monotonic
προσλάζῠμαι: αποθ., αναλαμβάνω τον έλεγχο, τινός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
προσλάζῠμαι: (только praes.) браться, хватать: ἀείρετέ μου χειρὸς προσλαζύμεναι Eur. поднимите меня за руку.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-λάζυμαι vastpakken:. γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι (mij) bij mijn oude hand vastpakkend Eur. Hec. 64.