σιδηροδάκτυλος: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σῐδηροδάκτῠλος:''' с железными пальцами, т. е. зубьями ([[κρεάγρα]] Anth.). | |elrutext='''σῐδηροδάκτῠλος:''' с железными пальцами, т. е. зубьями ([[κρεάγρα]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σῐδηρο-δάκτῠλος, ον,<br />[[iron]]-fingered, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A iron-fingered, κρεάγρη AP6.101 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 879] eisenfingerig, mit eisernen Fingern, κρεάγρα, Philp. 13 (VI, 101).
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων δακτύλους ἐκ σιδήρου, κρεάγρα Ἀνθ. Π. 6. 101.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux doigts de fer.
Étymologie: σίδηρος, δάκτυλος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. ροδο-δάκτυλος.
Greek Monotonic
σῐδηροδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηροδάκτῠλος: с железными пальцами, т. е. зубьями (κρεάγρα Anth.).
Middle Liddell
σῐδηρο-δάκτῠλος, ον,
iron-fingered, Anth.