στομάλιμνον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
(4) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στομάλιμνον:''' τό лиман Theocr. | |elrutext='''στομάλιμνον:''' τό лиман Theocr. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στομάλιμνον -ου, τό [στόμα, λίμνη] zoutwatermeer, lagune. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,= foreg., Theoc.4.23.
German (Pape)
[Seite 948] τό, = στομαλίμνη, f. L. bei Theocr. 4, 23.
Greek Monolingual
τὸ, Α
η στομαλίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στομαλίμνη, με αλλαγή γένους].
Russian (Dvoretsky)
στομάλιμνον: τό лиман Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στομάλιμνον -ου, τό [στόμα, λίμνη] zoutwatermeer, lagune.