σμώχω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σμώχω:''' перемалывать, перетирать, т. е. жевать (ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Arph.).
|elrutext='''σμώχω:''' перемалывать, перетирать, т. е. жевать (ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Arph.).
}}
{{elnl
|elnltext=σμώχω [~ σμήχω] vermorzelen.
}}
}}

Revision as of 08:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμώχω Medium diacritics: σμώχω Low diacritics: σμώχω Capitals: ΣΜΩΧΩ
Transliteration A: smṓchō Transliteration B: smōchō Transliteration C: smocho Beta Code: smw/xw

English (LSJ)

   A rub down, grind down, καὶ σμώχετ' ἀμφοῖν τοῖν γνάθοιν Ar. Pax 1309; σμώξας Nic.Th.530.    2 metaph., attack with abuse, Diodorus ap.Sch.Ar.Th.396.

German (Pape)

[Seite 912] = σμάω, σμήχω, reiben, abwischen, reinigen, ἐκλαμπρύνειν, Schol. zu Ar. a. a. O.; ἀμφοῖν τοῖν γνάθοιν, Ar. Pax 1274, wo der Schol. τρίβειν, ἐσθίειν erklärt; bei Nic. Ther. 530 ist σμώξας v. l. für μίξας. – Die VLL. erkl. σμῶξαι, πατάξαι, u. leiten davon σμῶδιξ her.

Greek (Liddell-Scott)

σμώχω: μέλλ. -ξω. (σμάω), ψήχω, τρίβω, κατατρίβω, «λιανίζω», καὶ σμώχετ’ ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1309· σμώξας Νικ. Θηρ. 530. 2) μεταφορ., πρσβάλλω δι’ ὕβρεων, Διόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 396 (389). - Καθ’ Ἡσυχ.: «ἐνεργεῖν μετὰ σπουδῆς».

French (Bailly abrégé)

frotter, écraser, broyer.
Étymologie: DELG cf. σμήω.

Greek Monolingual

Α
1. τρίβω («καὶ σμώχετ' ἀμφοῑν τοῑν γνάθοιν», Αριστοφ.)
2. μτφ. προσβάλλω με ύβρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα σμω- της ρίζας σμη- του ρ. σμῶ «πλένω, σφουγγίζω, καθαρίζω» με το ενεστωτικό επίθημα -χω (πρβλ. σμή-χω). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, το ρ. σχηματίστηκε αναλογικά προς τα σώσμώχω χω, ψώχω.

Greek Monotonic

σμώχω: μέλ. -ξω (σμάω), κατατρίβω, λιανίζω, κοπανίζω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σμώχω: перемалывать, перетирать, т. е. жевать (ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμώχω [~ σμήχω] vermorzelen.