στομφάζω: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στομφάζω:''' напыщенно говорить Arph. | |elrutext='''στομφάζω:''' напыщенно говорить Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[στομφάζω]], fut. -άσω [[στόμφος]]<br />to [[mouth]], [[rant]], [[vaunt]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 9 January 2019
English (LSJ)
(στόμφος)
A mouth, rant, vaunt, Ar.V.721 (anap.), Com.Adesp.1011. 2 speak a broad dialect, Hermog.Id.1.6. 3 = αἱμωδιάω, Jo.Sic. in Rh.6.225 W.
German (Pape)
[Seite 948] das Maul im Reden vollnehmen, großprahlen, Ar. Vesp. 721, wo der Schol. στομφάσαι durch ἀλαζονεύεσθαι erkl.; auch von breiter Aussprache, = πλατειάζω, Hermogen.
Greek (Liddell-Scott)
στομφάζω: μέλλ. -άσω, (στόμφος) ὁμιλῶ μὲ τὸ στόμα πλῆρες, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, Ἀριστοφ. Σφ. 721. 2) ὁμιλῶ διάλεκτον τραχεῖαν, ἄξεστον, Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) 3. 224. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στομφάσαι· στομφολογῆσαι. κομπάσαι. ἀλαζονεύεσθαι», πρβλ. ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
1 parler avec emphase;
2 parler en ouvrant largement la bouche.
Étymologie: στόμφαξ.
Greek Monolingual
ΝΑ στόμφος
μιλώ με στόμφο, στομφολογώ, καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαληγορώ
αρχ.
1. μιλώ με γεμάτο, με μπουκωμένο στόμα
2. χρησιμοποιώ τραχιά, άξεστη διάλεκτο
3. αισθάνομαι μούδιασμα στο στόμα, όπως όταν τρώω κάτι ξινό.
Greek Monotonic
στομφάζω: μέλ. -άσω (στόμφος), φωνασκώ, κομπορρημονώ, καυχιέμαι, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στομφάζω [στόμφος] bombastisch spreken, een hoge toon aanslaan.
Russian (Dvoretsky)
στομφάζω: напыщенно говорить Arph.