συναιχμάλωτος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=συναιχμαλωτου, ὁ, a [[fellow]]-[[prisoner]] (Vulg. concaptivus): Lucian, asin. 27). (Cf. Lightfoot on Colossians , the [[passage]] cited; Fritzsche, Commentary on Romans , vol. i., p. 21note.)  
|txtha=συναιχμαλωτου, ὁ, a [[fellow]]-[[prisoner]] (Vulg. concaptivus): Lucian, asin. 27). (Cf. Lightfoot on Colossians , the [[passage]] cited; Fritzsche, Commentary on Romans , vol. i., p. 21note.)  
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[συναιχμαλωτίς]], -[[ίδος]], Α<br />ο [[επίσης]] [[αιχμάλωτος]], αυτός που έχει συλληφθεί και κρατείται [[μαζί]] με άλλους.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναιχμᾰλωτος Medium diacritics: συναιχμάλωτος Low diacritics: συναιχμάλωτος Capitals: ΣΥΝΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: synaichmálōtos Transliteration B: synaichmalōtos Transliteration C: synaichmalotos Beta Code: sunaixma/lwtos

English (LSJ)

ὁ,

   A fellow-prisoner, Ep.Rom.16.7, Luc.Asin.27:—fem. συναιχμᾰλώτ-ωτις, ιδος, Conon 13 (pl.).

German (Pape)

[Seite 997] mit kriegsgefangen, N. T., Luc. asin. 27.

Greek (Liddell-Scott)

συναιχμάλωτος: -ον, ὁ καὶ αὐτὸς αἰχμάλωτος, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ις΄, 7, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄνος 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de captivité.
Étymologie: σύν, αἰχμάλωτος.

English (Strong)

from σύν and αἰχμάλωτος; a co-captive: fellowprisoner.

English (Thayer)

συναιχμαλωτου, ὁ, a fellow-prisoner (Vulg. concaptivus): Lucian, asin. 27). (Cf. Lightfoot on Colossians , the passage cited; Fritzsche, Commentary on Romans , vol. i., p. 21note.)

Greek Monolingual

ο, θηλ. συναιχμαλωτίς, -ίδος, Α
ο επίσης αιχμάλωτος, αυτός που έχει συλληφθεί και κρατείται μαζί με άλλους.

Greek Monotonic

συναιχμάλωτος: -ον, αυτός που είναι επίσης αιχμάλωτος, φυλακισμένος, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναιχμάλωτος -ον [σύν, αἰχμάλωτος] medegevangene.

Russian (Dvoretsky)

συναιχμάλωτος: ὁ вместе находящийся в плену, товарищ по плену Luc., NT.