τριώρυγος: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(4b) |
(1b) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τρῐώρυγος:''' Xen. v. l. = [[τριόργυιος]]. | |elrutext='''τρῐώρυγος:''' Xen. v. l. = [[τριόργυιος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τρι-]]ώρῠγος, ον, [[ὀργυιά]]<br />of [[three]] fathoms, Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:05, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
τριώρῠγος: -ον, (ὀργυιὰ) τριῶν ὀργυιῶν· ὁ ἀρχαῖος Ἀττικ. τύπος ὃν ἀποκατέστησεν ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52 ὁ L. Dind. ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἅτινα ἔχουσι τριώρων ἢ τριώρυον) ἀντὶ τριώργυιον· πρβλ. διώρυγος, πεντώρυγος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de trois brasses.
Étymologie: τρεῖς, ὀρύσσω, ὄργυια.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μήκος τρεις οργιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ώρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. οργυιά (πρβλ. πεντ-ώρυγος)].
Greek Monotonic
τριώρυγος: [ῠ], -ον (ὀργυιά), αυτός που αποτελείται από τρεις οργυιές, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριώρυγος -ον [τρι-, ὄργυια] van drie vadem.
Russian (Dvoretsky)
τρῐώρυγος: Xen. v. l. = τριόργυιος.
Middle Liddell
τρι-ώρῠγος, ον, ὀργυιά
of three fathoms, Xen.