ὠκυδίνητος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὠκῠδίνητος:''' дор. [[ὠκυδίνατος|ὠκῠδίνᾱτος]] 2 (δῑ) быстро вращающийся, т. е. быстрый, стремительный (ἅμιλλαι Pind.). | |elrutext='''ὠκῠδίνητος:''' дор. [[ὠκυδίνατος|ὠκῠδίνᾱτος]] 2 (δῑ) быстро вращающийся, т. е. быстрый, стремительный (ἅμιλλαι Pind.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὠκῠ-δίνητος, δοριξ ὠκῠ-δίνᾱτος, ον,<br />[[quick]]-whirling, Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:55, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], Dor. -ᾱτος, ον,
A quick-whirling, ἅμιλλαι Pi.I.5(4).6.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκῠδίνητος: Δωρ. -ᾶτος, ον, ταχέως περιδινούμενος, ἅμιλλαι Πινδ. Ι. 5 (4), 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tourne ou se meut rapidement.
Étymologie: ὠκύς, δινέω.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, -ον, Α
αυτός που περιστρέφεται με ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + δινητός (< δινῶ «περιστρέφομαι»), πρβλ. πολυ-δίνητος].
Greek Monotonic
ὠκῠδίνητος: [ῑ], Δωρ. -ᾱτος, -ον, αυτός που περιστρέφεται σαν δίνη, δηλ. γρήγορα, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὠκῠδίνητος: дор. ὠκῠδίνᾱτος 2 (δῑ) быстро вращающийся, т. е. быстрый, стремительный (ἅμιλλαι Pind.).
Middle Liddell
ὠκῠ-δίνητος, δοριξ ὠκῠ-δίνᾱτος, ον,
quick-whirling, Pind.