δεινώψ: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(nl)
(1a)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δεινώψ -ῶπος met vreselijke blik.
|elnltext=δεινώψ -ῶπος met vreselijke blik.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[fierce]]-eyed, of the Erinyes, Soph.
}}
}}

Revision as of 20:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινώψ Medium diacritics: δεινώψ Low diacritics: δεινώψ Capitals: ΔΕΙΝΩΨ
Transliteration A: deinṓps Transliteration B: deinōps Transliteration C: deinops Beta Code: deinw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ,

   A fierce-eyed, of the Erinyes, S.OC84.

German (Pape)

[Seite 539] ῶπος, = δεινωπός, Soph O. C. 84.

Greek (Liddell-Scott)

δεινώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀγρίους, φοβεροὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ο. Κ. 84.

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
au regard terrible.
Étymologie: δεινός, ὤψ.

Spanish (DGE)

-ῶπος
de mirada terriblede las Erinis, S.OC 84, cf. Lyr.Adesp.414d.2S., Anecd.Ludw.187.12, Eust.673.36.

Greek Monolingual

δεινώψ (ῶπος), ο, η (Α)
(για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, φριχτά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -ωψ, -ωπος < ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. όψ, οπός (πρβλ. αγχίλωψ, αμβλώψ κ.ά.)].

Greek Monotonic

δεινώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει άγριο, φοβερό βλέμμα, φρικώδη όψη, λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δεινώψ: ῶπος adj. страшно глядящий, с ужасным взором (эпитет Эриний) Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεινώψ -ῶπος met vreselijke blik.

Middle Liddell

fierce-eyed, of the Erinyes, Soph.