κάπετος: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(nl) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κάπετος -ου, ἡ [~ σκάπτω] wat gegraven is greppel:; ὄχθας καπέτοιο... κατέβαλλε hij deed de kanten van de greppel instorten Il. 15.356; graf:; ἐς κοίλην κάπετον θέσαν zij legden (de urn) in een hol graf Il. 24.797; groef:. διὰ τοῦτο γὰρ καὶ αἱ κάπετοι ἐντετμέαται met dat doel zijn ook de groeven erin gesneden Hp. Art. 72. | |elnltext=κάπετος -ου, ἡ [~ σκάπτω] wat gegraven is greppel:; ὄχθας καπέτοιο... κατέβαλλε hij deed de kanten van de greppel instorten Il. 15.356; graf:; ἐς κοίλην κάπετον θέσαν zij legden (de urn) in een hol graf Il. 24.797; groef:. διὰ τοῦτο γὰρ καὶ αἱ κάπετοι ἐντετμέαται met dat doel zijn ook de groeven erin gesneden Hp. Art. 72. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[σκάπετος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:58, 3 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (for σκάπετος, from σκάπτω)
A ditch, trench, ὄχθας καπέτοιο βαθείης Il.15.356, cf. 18.564; hole, grave, ἐς κοίλην κάπετον θέσαν [ὀστέα] 24.797, cf. S.Aj.1165, 1403 (both anap.); groove for lever, Hp.Art.72,74. II shovel, spade (?), GDI4992aii6 (Gortyn).
German (Pape)
[Seite 1322] ἡ (vgl. σκάπτω), der Graben, die Grube; ὄχθας καπέτοιο βαθείης ποσσὶν ἐρείπων Il. 15, 356, wie Mosch. 4, 103; das Grab, Il. 24, 797, wie Soph. Ai. 1144, wo der Schol. es in dieser Bdtg bes. als argivisch bezeichnet; vgl. Posidipp. Ath. X, 414 e. Uebh. Vertiefung, Einschnitt, Il. 18, 564; Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κάπετος: ἡ, (ἀντὶ σκάπετος ἐκ τοῦ σκάπατος), τάφρος, ὄχθας καπέτοιο βαθείης, ἐπὶ τῆς περὶ τὰ πλοῖα τάφρου, Ἰλ. Ο. 356, πρβλ. Σ. 564:- ὀπὴ, τάφος, ἐς κοίλην κάπετον θέσαν Ἕκτορα Ω. 797· πρβλ. οφ. Αἴ. 1165, 1403· ὀπὴ πρὸς ὑποδοχὴν μοχλοῦ, αὐλάκιον μοχλοῦ, κτλ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834Β, 836Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 creux, enfoncement;
2 particul. fosse, fossé;
3 tombe, tombeau.
Étymologie: p. *σκάπετος de la R. Σκαπ ou Σκα, creuser, cf. σκάπτω.
English (Autenrieth)
ditch, grave, Il. 18.564, Il. 24.797. (Il.)
Greek Monolingual
κάπετος, ἡ (Α)
1. τάφρος, χαντάκι («ὄχθας καπέτοιο βαθείης», Ομ. Ιλ.)
2. τάφος («ἐς κοίλην κάπετον θέσαν», Ομ. Ιλ.)
3. αυλακοειδής οπή για εισδοχή μοχλού
4. σπαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του σκάπετος (< σκάπτω), με αποβολή του αρκτικού σ-].
Greek Monotonic
κάπετος: ἡ (αντί σκάπετος, από το σκάπτω), χαντάκι, τάφρος, σε Ομήρ. Ιλ.· τρύπα, τάφος, στο ίδ., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κάπετος: (ᾰ) ἡ1) ров, окоп (ὄχθαι καπέτοιο βαθείης Hom.);
2) могила (κοίλη κ. Hom., Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάπετος -ου, ἡ [~ σκάπτω] wat gegraven is greppel:; ὄχθας καπέτοιο... κατέβαλλε hij deed de kanten van de greppel instorten Il. 15.356; graf:; ἐς κοίλην κάπετον θέσαν zij legden (de urn) in een hol graf Il. 24.797; groef:. διὰ τοῦτο γὰρ καὶ αἱ κάπετοι ἐντετμέαται met dat doel zijn ook de groeven erin gesneden Hp. Art. 72.
Frisk Etymological English
See also: s. σκάπετος.