κορέω: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(nl) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κορέω vegen, schoonmaken:. δῶμα κορήσατε veegt het huis schoon Od. 20.149. | |elnltext=κορέω vegen, schoonmaken:. δῶμα κορήσατε veegt het huis schoon Od. 20.149. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">sweep out, purify</b> (υ 149, Com.).<br />Other forms: aor. <b class="b3">κορῆσαι</b><br />Compounds: mostly with <b class="b3">ἐκ-</b>, rarely with <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">παρα-</b>, <b class="b3">ἀπο-</b>. As 2. member in : <b class="b3">σηκο-κόρος</b> [[groom]] (ρ 224, Poll.), <b class="b3">νεω-κόρος</b> (Att.), Dor. <b class="b3">να(ο)-κόρος</b> <b class="b2">warden of a temple</b> (inscr.) with <b class="b3">-κορέω</b>, <b class="b3">-ία</b>, <b class="b3">-ίη</b>, <b class="b3">-εῖον</b>, <b class="b3">-ιον</b> (Att., hell.).<br />Derivatives: <b class="b3">κόρημα</b> [[dirt]], [[broom]] (Com.), <b class="b3">κόρηθρον</b> [[broom]] (Luc.), also, as backformation, <b class="b3">κόρος</b> [[broom]] (Bion, H.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: On <b class="b3">ζακόρος</b> s. v. - Also <b class="b3">κορίζω</b> in <b class="b3">κεκορισμένος</b> [[purified]] (BGU 1120, 40; Ia). Iterative-intensive deverbative (Schwyzer 719) of everyday language without etymology. Vain suggestions by Hirt IF 17, 391, Prellwitz s. v., WP. 1, 462; s. Bq s. v. and W.-Hofmann s. [[cōlum]]. Cf. also <b class="b3">κόσκινον</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:11, 3 January 2019
English (LSJ)
(A),
A sweep out, δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι Od.20.149; τὴν αὐλὴν κόρει Eup.157; κ. τὸ παιδαγωγεῖον D.18.258. II = ἐξυβρίζω, Hsch.: hence κεκορημένος, sens. obsc., Anacr.5.
κορέω (B),
A v. κορέννυμι. κορζία, v. καρδία.
Greek (Liddell-Scott)
κορέω: σπείρω, σαρώνω, καθαίρω, καθαρίζω, δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι Ὀδ. Υ. 149· τὴν αὐλὴν κόρει Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9 κ. τὸ παιδαγωγεῖον Δημ. 313. 12· κ. τὴν Ἑλλάδα, σαρώνω, ἀφαιρῶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς, ἐρημώνω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 59. ΙΙ. ἐξυβρίζω, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν κεκορημένος, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Σαπφὼ 53, Ἀνακρ. 5· ὅπερ τινὲς ἀναφέρουσιν εἰς τὸ κορέννυμι, ἀλλ’ ἴδε Εὐστ. 1542. 47.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
nettoyer en balayant, en lavant, acc..
Étymologie: DELG étym. non établie.
2-ῶ :
fut. ion. épq. de κορέννυμι.
English (Autenrieth)
aor. imp. κορήσατε: sweep, sweep out, Od. 20.149†.
Greek Monolingual
(I)
κορέω (Α)
βλ. κορεννύω.———————— (II)
κορέω (Α)
1. σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω («τὴν αὐλὴν κόρει», Συρ.)
2. ερημώνω, σαρώνω έναν τόπο, εξολοθρεύω τους κατοίκους («κατάθου τὸ κόρημα
μὴ 'κκόρει τὴν Ἑλλάδα» — άφησε κάτω τη σκούπα
μη σαρώνεις την Ελλάδα, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βλ. και κόρος (ΙΙΙ).
ΠΑΡ. κόρηθρον, κόρημα
αρχ.
κόρος (ΙΙΙ).
ΣΥΝΘ. αρχ. ανακορέω, αποκορέω, εκκορέω, παρακορέω.———————— (III)
κορέω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) εξυβρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. στο θ. κορ- του ρ. κορέννυμι. Την υπόθεση αυτή ενισχύει και η ύπαρξη της γλώσσας του Ησυχίου «κώρα
ύβρις», η οποία ανάγεται, κατά μία άποψη, στην εκτεταμένη βαθμίδα κωρ- του ίδιου θέματος, μολονότι η γνησιότητά της αμφισβητείται].
Greek Monotonic
κορέω: Ιων. μέλ. του κορέννυμι.
• κορέω: μέλ. -ήσω, σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω, σε Ομήρ. Οδ.· κ.τὴν Ἑλλάδα, σαρώνω την Ελλάδα, αφανίζω τους κατοίκους, ερημώνω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κορέω: I
1) подметать, чистить (δῶμα Hom.; τὸ παιδαγωγεῖον Dem.);
2) шутл. вычищать, выметать, опустошать (τὴν Ἑλλάδα Arph.);
3) Sappho, Anacr. = βινεῖν.
II эп. fut. к κορέννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορέω vegen, schoonmaken:. δῶμα κορήσατε veegt het huis schoon Od. 20.149.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: sweep out, purify (υ 149, Com.).
Other forms: aor. κορῆσαι
Compounds: mostly with ἐκ-, rarely with ἀνα-, παρα-, ἀπο-. As 2. member in : σηκο-κόρος groom (ρ 224, Poll.), νεω-κόρος (Att.), Dor. να(ο)-κόρος warden of a temple (inscr.) with -κορέω, -ία, -ίη, -εῖον, -ιον (Att., hell.).
Derivatives: κόρημα dirt, broom (Com.), κόρηθρον broom (Luc.), also, as backformation, κόρος broom (Bion, H.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: On ζακόρος s. v. - Also κορίζω in κεκορισμένος purified (BGU 1120, 40; Ia). Iterative-intensive deverbative (Schwyzer 719) of everyday language without etymology. Vain suggestions by Hirt IF 17, 391, Prellwitz s. v., WP. 1, 462; s. Bq s. v. and W.-Hofmann s. cōlum. Cf. also κόσκινον.