κωμαστής: Difference between revisions
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κωμαστής -οῦ, ὁ [κωμάζω] feestganger (deelnemer aan een κῶμος ). | |elnltext=κωμαστής -οῦ, ὁ [κωμάζω] feestganger (deelnemer aan een κῶμος ). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κωμαστής]], οῦ, [[κωμάζω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[reveller]], Plat., Xen.<br /><b class="num">2.</b> epith. of [[Bacchus]], the [[jolly]] god, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:10, 10 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A reveller, Pl.Smp.212c, X.HG5.4.7, etc.; member of a κῶμος, Πολέμων 1.46 (Attica, iv B.C.); title of play by Epicharmus. 2 epith. of Dionysus, Ar.Nu.606 (lyr.). 3 in Egypt, one who carries sacred images in procession, κ. θεῶν POxy. 519 (ii A.D.), cf. 1265.9 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1544] ὁ, der an einem κῶμος Theil nimmt, ein junger Mensch, der mit Andern singend und tanzend einherzieht, gew. halb trunken vom Gastmahl kommend, seiner Geliebten ein Ständchen bringend; Plat. Conv. 212 c; Xen. Cyr. 7, 5, 26; Theocr. 3 u. 8 Sp. – Auch Dionysus selbst, der den bacchischen Festzug führt, heißt so, Ar. Nubb. 606, Hymn. in Pacch. (IX, 524, 11).
Greek (Liddell-Scott)
κωμαστής: -οῦ, ὁ, (κωμάζω) ὁ κωμάζων, ὁ λαμβάνων μέρος εἰς κῶμον, Πλάτ. Συμπ. 212C, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 7, κτλ.· ὄνομα κωμῳδιῶν τοῦ Ἐπιχάρμου καὶ ἄλλων. 2) ἐπίθετον τοῦ Βάκχου, = ὁ εὔθυμος θεός, Ἀριστοφ. Νεφ. 606.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui prend part à une fête κῶμος;
2 adj. qui consiste en un κῶμος, avec accompagnement de κῶμος.
Étymologie: κωμάζω.
Greek Monolingual
κωμαστής, -οῡ, ὁ (Α) κωμάζω
1. αυτός που έπαιρνε μέρος σε κώμο, αυτός που περιερχόταν την πόλη τραγουδώντας και χορεύοντας («κωμαστῶν δέ τινων περιτυχόντων αὐτοῡ τῇ γυναικὶ καὶ πολλὰ πραξάντων ἀσελγῆ», Πλούτ.)
2. (στην Αίγυπτο) αυτός που μετέφερε τα είδωλα τών θεών σε πομπή
3. (για τον Διόνυσο) αρχηγός της βακχικής πομπής.
Greek Monotonic
κωμαστής: -οῦ, ὁ (κωμάζω),
1. γλεντζές, γλεντοκόπος, σε Πλάτ., Ξεν.
2. επίθ. του Βάκχου, ο θεός της ευωχίας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κωμαστής: οῦ ὁ участник веселого шествия, веселый гуляка Plat., Xen.
веселящийся, пирующий (Διόνυσος Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωμαστής -οῦ, ὁ [κωμάζω] feestganger (deelnemer aan een κῶμος ).
Middle Liddell
κωμαστής, οῦ, κωμάζω
1. a reveller, Plat., Xen.
2. epith. of Bacchus, the jolly god, Ar.