κωδωνοφορέω: Difference between revisions
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κωδωνοφορέω [κώδων, φέρω] de bel dragen; uitbr. inspecteren. | |elnltext=κωδωνοφορέω [κώδων, φέρω] de bel dragen; uitbr. inspecteren. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κωδωνο-[[φορέω]], fut. -ήσω<br />to [[carry]] the [[bell]] [[round]], to [[visit]] the sentinels, Ar.:—Pass., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται [[everywhere]] the [[bell]] goes [[round]], i. e. the sentinels are [[being]] visited, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 10 January 2019
English (LSJ)
A carry the bell round, inspect sentinels, Ar.Av.842, Nicopho 26, D.C.54.4:—Pass., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται Ar.Av.1160. 2 of a ship, carry a bell, Philostr.VA3.57. II Pass., of a king, to be attended by men with bells, Str.15.1.58.
German (Pape)
[Seite 1541] Glocken od. Schellen tragen, wie die Runde, welche die Nachtwachen untersuchte (vgl. κώδων); Ar. Av. 842 u. 1160, wo πάντα φυλάττεται κύκλῳ, ἐφοδεύεται, κωδωνοφορεῖται vrbdn ist; Sp., wie D. C. 54, 4. – Strab. XV, 712 abdt τοὺς βασιλέας κωδωνοφορεῖσθαι καὶ τυμπανίζεσθαι κατὰ τὰς ἐξόδους, sie lassen sich Schellen od. Trompeten vortragen u. vorspielen.
Greek (Liddell-Scott)
κωδωνοφορέω: περιφέρω τὸν κώδωνα, ἐπιθεωρῶ τοὺς φρουρούς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 842, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 7, Δίων Κ. 54. 4 (πρβλ. κώδων). ― Παθ., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται, πανταχοῦ ὁ κώδων περιφέρεται, δηλ. οἱ φρουροὶ ἐπιθεωροῦνται, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1160. ΙΙ. ἐπὶ βασιλέως ὑπηρετουμένου ὑπὸ ἀνθρώπων φερόντων κώδωνας, Στράβ. 712.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire la ronde avec des clochettes;
Moy. κωδωνοφορέομαι-οῦμαι se faire accompagner de gens porteurs de cloches ou de trompettes.
Étymologie: κώδων, φέρω.
Greek Monotonic
κωδωνοφορέω: μέλ. -ήσω, μεταφέρω κουδούνι, επισκέπτομαι τις σκοπιές, σε Αριστοφ. — Παθ., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται, περιφέρεται το κουδούνι παντού, δηλ. οι σκοπιές επισκέπτονται, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κωδωνοφορέω: обходить караульные посты с сигнальным колокольчиком: πάντα κωδωνοφορεῖται Arph. все посты проверяются.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωδωνοφορέω [κώδων, φέρω] de bel dragen; uitbr. inspecteren.
Middle Liddell
κωδωνο-φορέω, fut. -ήσω
to carry the bell round, to visit the sentinels, Ar.:—Pass., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται everywhere the bell goes round, i. e. the sentinels are being visited, Ar.