παίκτης: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(nl)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paiktis
|Transliteration C=paiktis
|Beta Code=pai/kths
|Beta Code=pai/kths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dancer</b> or <b class="b2">player</b>, AP7.422 (Leon.); δειλοὶ καὶ παῖκται καὶ αἰσχρολόγοι <span class="bibl">Heph.Astr.2.2</span>:—fem. παίκτειρα, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span> 3.9</span>.</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[dancer]] or [[player]], AP7.422 (Leon.); δειλοὶ καὶ παῖκται καὶ αἰσχρολόγοι <span class="bibl">Heph.Astr.2.2</span>:—fem. παίκτειρα, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span> 3.9</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:47, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίκτης Medium diacritics: παίκτης Low diacritics: παίκτης Capitals: ΠΑΙΚΤΗΣ
Transliteration A: paíktēs Transliteration B: paiktēs Transliteration C: paiktis Beta Code: pai/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A dancer or player, AP7.422 (Leon.); δειλοὶ καὶ παῖκται καὶ αἰσχρολόγοι Heph.Astr.2.2:—fem. παίκτειρα, Orph.H. 3.9.

German (Pape)

[Seite 442] ὁ, Spieler; Leon. Tar. 84 (VII, 422); Man. 4. 448.

Greek (Liddell-Scott)

παίκτης: -ου, ὁ, ὁ παίζων ἢ ὀρχούμενος, Ἀνθολ. Π. 7. 422· θηλ. παίκτειρα, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 9. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 270.

Greek Monolingual

και παίχτης, ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α παίκτης, θηλ. παίκτειρα) παίζω
πρόσωπο που μετέχει σε παιχνίδι
νεοελλ.
1. αθλητής σε ομαδικό άθλημα
2. αυτός που παίζει με εμπειρία και πάθος τυχερά ή άλλα παιχνίδια
αρχ.
χορευτής ή παίκτης.

Russian (Dvoretsky)

παίκτης: дор. παίκτας, ου ὁ игрок (в кости) (π. πλειστοβόλος Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παίκτης -ου, ὁ [παίζω] speler, dobbelaar.