παραβλώψ: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παραβλώψ -ῶπος [παραβλέπω] schuin kijkend, scheel.
|elnltext=παραβλώψ -ῶπος [παραβλέπω] schuin kijkend, scheel.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παραβλώψ]], ῶπος, ὁ, ἡ, [[παραβλέπω]]<br />looking [[askance]], [[squinting]], Il.
}}
}}

Revision as of 05:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβλώψ Medium diacritics: παραβλώψ Low diacritics: παραβλώψ Capitals: ΠΑΡΑΒΛΩΨ
Transliteration A: parablṓps Transliteration B: parablōps Transliteration C: paravlops Beta Code: parablw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ,

   A looking askance, squinting, παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ Il.9.503, AP11.361 (Autom.); π. ὀφθαλμοί Luc.Ind.7; of a person, Ael.Fr.325; also π. Λιταί Corn.ND12.    2 blind, PLond. 1821.265. (From παραβλέπω, as κλώψ from κλέπτω.)

German (Pape)

[Seite 472] ῶπος, seitblickend, schielend; παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ, Il. 9, 503; auch παραβλῶπες ὀφθαλμοί, Luc. adv. ind. 7; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ διεστραμμένας ἔχων τὰς ὄψεις, ὁ διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλοίθωρος, παραβλῶπές τ’ ὀφθαλμὼ Ἰλ. Ι. 503, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 361· δεικνὺς τοὺς παραβλῶπας ἐκείνους αὐτοῦ ὀφθαλμούς, τὰ ἀλλοίθωρα ἐκεῖνα ’μάτια του, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. (Ἐκ τοῦ παραβλέπω, ὡς τὸ κλὼψ ἐκ τοῦ κλέπτω).

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
qui regarde de travers, louche.
Étymologie: παραβλέπω.

English (Autenrieth)

ωπος (παραβλέπω): looking askance, Il. 9.503†.

Greek Monotonic

παραβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ (παραβλέπω), αυτός που κοιτάζει λοξά, αλλήθωρος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

παραβλώψ: ῶπος adj. глядящий искоса или вбок, косящий (Λιταὶ παραβλῶπες ὀφθαλμώ Hom.; παραβλῶπες ὀφθαλμοί Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραβλώψ -ῶπος [παραβλέπω] schuin kijkend, scheel.

Middle Liddell

παραβλώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, παραβλέπω
looking askance, squinting, Il.