πενταετηρίς: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πενταετηρίς -ίδος, ἡ [πενταέτηρος] periode van vijf jaar, lustrum; als adj. elk vijfde jaar.
|elnltext=πενταετηρίς -ίδος, ἡ [πενταέτηρος] periode van vijf jaar, lustrum; als adj. elk vijfde jaar.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πενταετηρίς]], ίδος, ἡ, [[ἔτος]]<br /><b class="num">I.</b> = [[πεντετηρίς]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[coming]] [[every]] [[fifth]] [[year]], Pind.
}}
}}

Revision as of 13:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰετηρίς Medium diacritics: πενταετηρίς Low diacritics: πενταετηρίς Capitals: ΠΕΝΤΑΕΤΗΡΙΣ
Transliteration A: pentaetērís Transliteration B: pentaetēris Transliteration C: pentaetiris Beta Code: pentaethri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = πεντετηρίς I, Lycurg.102, Arist.Pol.1308b1, Tab.Heracl.1.105, etc.; = Lat. lustrum, Plb.6.13.3; = quinquennalia, D.C.54.19.    II as Adj. coming every fourth year, π. ἑορτά Pi.O.10(11).57, N.11.27 ; alone in same sense, Id.O.3.21, PMich.Zen.46.8 (iii B. C.), etc.

German (Pape)

[Seite 556] ἡ, fem. zum Folgdn, ἑορτά, Pind. Ol. 9, 59 N. 11, 27; fünf Jahre, Zeitraum von fünf Jahren, Lustrum, Pol. 6, 13, 3, Plut. u. A. Vgl. πεντετηρίς.

Greek (Liddell-Scott)

πενταετηρίς: -ίδος, ἡ, (ἔτος) = πεντετηρίς. Λυκοῦργ. 161. 40, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 82, 1603, 1749, κ. ἀλλ.· τὸ παρὰ Ρωμ. lustrum. Πολύβ. 6. 13, 3. ΙΙ. ὡς ἐπιθετ., ὁ κατὰ πᾶν πέμπτον ἔτος ἐπαναλαμβανόμενος, π. ἑορτὰ Πινδ. Ο. 10 (11). 70, Ν. 11. 35· ὡσαύτως καθ’ ἑαυτὸ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ὁν αὐτ. ἐν Ο. 3. 38. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 150.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de cinq ans, qui revient tous les cinq ans, lustral ; ἡ πενταετηρίς, espace de cinq ans, lustre.
Étymologie: πενταετής.

English (Slater)

πενταετηρίς (-ίς, -ίδ(α).)
   1 four yearly
   a of the Olympic festival. πενταετηρίδ' ὅπως ἄρα ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε (O. 10.57) πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσαις (N. 11.27) pro subs., πενταετηρίδ' θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ (O. 3.21)
   b of the Pythian festival. πενταετηρὶς ἑορτὰ βουπομπός fr. 193.

Greek Monotonic

πενταετηρίς: -ίδος, ἡ (ἔτος), = πεντετηρίς, σε Αριστ.
II. ως επίθ., αυτός που έρχεται κάθε πέμπτο έτος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

πενταετηρίς: ίδος (ῐδ) adj. f справляемая каждое пятилетие (ἑορτά Pind.).
ίδος ἡ пятилетие Arst., Polyb., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενταετηρίς -ίδος, ἡ [πενταέτηρος] periode van vijf jaar, lustrum; als adj. elk vijfde jaar.

Middle Liddell

πενταετηρίς, ίδος, ἡ, ἔτος
I. = πεντετηρίς, Arist.
II. as adj. coming every fifth year, Pind.