περισαίνω: Difference between revisions
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περι-σαίνω, poët. ook περισσαίνω, met acc. kwispelen rondom; abs. kwispelen. | |elnltext=περι-σαίνω, poët. ook περισσαίνω, met acc. kwispelen rondom; abs. kwispelen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=epic περισ-[[σαίνω]]<br />to wag the [[tail]] [[round]], [[fawn]] [[upon]], c. acc. or absol., Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 9 January 2019
English (LSJ)
Ep. περισσ-,
A wag the tail round, fawn upon, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Od.16.4 ; οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες 10.215 ; of σαργοί, Opp.H.4.361 : metaph., π. γλώσσῃσιν Orph.L.430, cf. Them.Or.7.92d, 21.258d ; τινὰ ὡς δεσπότην Simp. in Epict.p.52 D.
German (Pape)
[Seite 590] poet. περισσαίνω, umwedeln, umschmeicheln, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες, Od. 16, 4. 10, οὐρῇσι, 10, 215; übertr., γλώσσῃ, Orph. Lith. 11, 86.
Greek (Liddell-Scott)
περισαίνω: Ἐπικ. περισσ-, κινῶ τὴν οὐρὰν περί τινα, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Ὀδ. Π. 4· οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες Κ. 215· μεταφορ., π. γλώσσῃ, κολακεύειν, Ὀρφ. Λιθ. 424.
English (Autenrieth)
wag the tail about one, fawn upon; τινά (οὐρῇσιν), ‘with their tails,’ i. e. wagging them, Od. 10.215. (Od.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, επικ. τ. περισσαίνω Α
1. (για σκύλους) κουνώ την ουρά γύρω από κάποιον
2. μτφ. περιτριγυρίζω κάποιον, τον ακολουθώ δουλικά, τον κολακεύω ταπεινά, τον θυμιατίζω με ευτελή τρόπο (α. «οι ανόητοι περισαίνουν τους ισχυρούς της ημέρας» β. «περισαίνειν τινὰ ὡς δεσπότην», Σιμπλίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σαίνω «κουνώ την ουρά, περιποιούμαι, κολακεύω»].
Greek Monotonic
περισαίνω: Επικ. περισ-σαίνω, κουνώ την ουρά μου γύρω γύρω, κολακεύω, με αιτ. ή απόλ., σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
περισαίνω: эп. περισσαίνω
1) вилять (οὐρῇσι Hom.);
2) обступать, виляя хвостом (τινά Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-σαίνω, poët. ook περισσαίνω, met acc. kwispelen rondom; abs. kwispelen.
Middle Liddell
epic περισ-σαίνω
to wag the tail round, fawn upon, c. acc. or absol., Od.