Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πιλίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πιλίδιον -ου, τό [πῖλος] vilten hoedje; vilten windsel:. πιλίδιά τε περὶ τὴν κεφαλὴν περιτιθείς vilten windsels rond het hoofd aanbrengend Plat. Resp. 406d.
|elnltext=πιλίδιον -ου, τό [πῖλος] vilten hoedje; vilten windsel:. πιλίδιά τε περὶ τὴν κεφαλὴν περιτιθείς vilten windsels rond het hoofd aanbrengend Plat. Resp. 406d.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῑλίδιον, ου, τό, [Dim. of [[πῖλος]], Lat.]<br />[[pileolus]], Ar., Dem.
}}
}}

Revision as of 05:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιλίδιον Medium diacritics: πιλίδιον Low diacritics: πιλίδιον Capitals: ΠΙΛΙΔΙΟΝ
Transliteration A: pilídion Transliteration B: pilidion Transliteration C: pilidion Beta Code: pili/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of πῖλος, Ar.Ach.439, Antiph.33.4, Pl.R.406d, D.19.255.

German (Pape)

[Seite 615] τό, dim. von πῖλος, kleiner Filzhut, pileolus; Ar. Ach. 414; Plat. Rep. III, 406 d; πιλίδιον λαβὼν ἐπὶ τὴν κεφαλήν, Dem. 19, 255, Reisehut.

Greek (Liddell-Scott)

πῑλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πῖλος, Λατ. pileolus, Ἀριστοφ. Ἀχ. 439, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀνταίῳ» 1, Πλάτ. Νόμ. 406D, Δημ. 421. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit bonnet de feutre.
Étymologie: dim. de πῖλος.

Greek Monolingual

και πιλάδιον, τὸ, Α πίλος
μικρός πίλος, κάλυμμα του κεφαλιού από πίλημα χωρίς περιφερικό γύρο και με οξεία απόληξη στην κορυφή.

Greek Monotonic

πῑλίδιον: τό, υποκορ. του πῖλος, Λατ. pileolus, σε Αριστοφ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

πῑλίδιον: (λῐ) τό [demin. к πῖλος войлочная шляпа Arph., Plat., Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιλίδιον -ου, τό [πῖλος] vilten hoedje; vilten windsel:. πιλίδιά τε περὶ τὴν κεφαλὴν περιτιθείς vilten windsels rond het hoofd aanbrengend Plat. Resp. 406d.

Middle Liddell

πῑλίδιον, ου, τό, [Dim. of πῖλος, Lat.]
pileolus, Ar., Dem.