πολύκαπνος: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύκαπνος -ον [πολύς, καπνός] zeer berookt.
|elnltext=πολύκαπνος -ον [πολύς, καπνός] zeer berookt.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-καπνος, ον,<br />with [[much]] [[smoke]], [[smoky]], Eur.
}}
}}

Revision as of 05:56, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκαπνος Medium diacritics: πολύκαπνος Low diacritics: πολύκαπνος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΠΝΟΣ
Transliteration A: polýkapnos Transliteration B: polykapnos Transliteration C: polykapnos Beta Code: polu/kapnos

English (LSJ)

ον,

   A smoky, στέγος E.El.1140.

German (Pape)

[Seite 663] von od. mit vielem Rauche, στέγος, Eur. El. 1140.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκαπνος: -ον, πλήρης καπνοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 1140.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli de fumée.
Étymologie: πολύς, καπνός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από καπνό, καπνώδης («φρούρει δέ μοι μή σ' αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καπνός (πρβλ. δύσ-καπνος)].

Greek Monotonic

πολύκαπνος: -ον, αυτός που έχει πολύ καπνό, καπνώδης, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύκαπνος: задымленный, закопченный (στέγος Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκαπνος -ον [πολύς, καπνός] zeer berookt.

Middle Liddell

πολύ-καπνος, ον,
with much smoke, smoky, Eur.