πολύδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(nl)
(1ba)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύδεσμος -ον [πολύς, δέω] met veel knopen samengebonden:. πέμπε δ ’ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου zij liet mij vertrekken op een goed samengebonden vlot Od. 7.264.
|elnltext=πολύδεσμος -ον [πολύς, δέω] met veel knopen samengebonden:. πέμπε δ ’ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου zij liet mij vertrekken op een goed samengebonden vlot Od. 7.264.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-δεσμος, ον,<br />fastened with [[many]] bonds, Od.
}}
}}

Revision as of 05:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδεσμος Medium diacritics: πολύδεσμος Low diacritics: πολύδεσμος Capitals: ΠΟΛΥΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: polýdesmos Transliteration B: polydesmos Transliteration C: polydesmos Beta Code: polu/desmos

English (LSJ)

ον,

   A fastened with many bonds, strong-bound, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Od.5.33, v.l. ib.338.

German (Pape)

[Seite 661] viel od. sehr gefesselt, fest verbunden, σχεδίη, Od. 5, 33. 338.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδεσμος: -ον, ὁ διὰ πολλῶν δεσμῶν συνδεδεμένος ἢ συνηρμοσμένος, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Ὀδ. Ε. 33, 338. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυδέσμου· πολυγόμφου. δεσμοὶ γὰρ τῶν νεῶν εἰσιν οἱ γόμφοι».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux clous (propr. aux liens) nombreux.
Étymologie: πολύς, δέσμος.

English (Autenrieth)

much or firmly bound together, Od. 5.33 and 338.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύδεσμος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. γένος μυριαπόδων
αρχ.
1. δεμένος, στερεωμένος με πολλούς δεσμούς
2. μτφ. στέρεος, ασφαλής («ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δεσμός (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. βαρύ-δεσμος].

Greek Monotonic

πολύδεσμος: -ον, αυτός που είναι δεμένος με πολλούς δεσμούς, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πολύδεσμος: со многими скрепами, крепко сплоченный (σχεδίη Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύδεσμος -ον [πολύς, δέω] met veel knopen samengebonden:. πέμπε δ ’ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου zij liet mij vertrekken op een goed samengebonden vlot Od. 7.264.

Middle Liddell

πολύ-δεσμος, ον,
fastened with many bonds, Od.