σᾶμα: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(nl)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sama
|Transliteration C=sama
|Beta Code=sa=ma
|Beta Code=sa=ma
|Definition=τό, Dor. for <b class="b3">σῆμα</b> (q.v.).
|Definition=τό, Dor. for [[σῆμα]] (q.v.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾶμα Medium diacritics: σᾶμα Low diacritics: σάμα Capitals: ΣΑΜΑ
Transliteration A: sâma Transliteration B: sama Transliteration C: sama Beta Code: sa=ma

English (LSJ)

τό, Dor. for σῆμα (q.v.).

German (Pape)

[Seite 860] τό, σαμαίνω, dor. statt σῆμα, σημαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

σᾶμα: τό, Δωρικ. ἀντὶ σῆμα, Πίνδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σᾶμα· μνῆμα, Δωριεῖς δὲ στοιχεῖον».

English (Slater)

ςᾱμα (σάματι, σᾶμα, σάμασιν.)
   a indication θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (P. 4.199) πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις; (Scaliger: δις ἅμα codd. Dion. Hal.) (Pae. 9.13) fig., πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν (sc. τῆς φόρμιγγος: i. e. notes) (P. 1.3)
   b tomb ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος (O. 10.24) τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.82) ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται (πέρας ἅμα coni. Weiseler) (N. 7.20) Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν fr. 169. 48.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σήμα.

Greek Monotonic

σᾶμα: -ατος, τό, Δωρ. αντί σῆμα, μνήμα, τάφος.

Russian (Dvoretsky)

σᾶμα: τό дор. = σῆμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σᾶμα -ατος, τό Dor. voor σῆμα.