συζητητής: Difference between revisions
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συζητητής:''' οῦ ὁ участник изыскания, т. е. исследователь NT. | |elrutext='''συζητητής:''' οῦ ὁ участник изыскания, т. е. исследователь NT. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[συζητητής]], οῦ, ὁ, [from [[συζητέω]]<br />a [[joint]] [[inquirer]]: a disputer, NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 10 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A joint inquirer: disputant, 1 Ep.Cor.1.20.
German (Pape)
[Seite 972] ὁ, der mit sucht, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
συζητητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ συζητῇ, φιλόνεικος, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. α΄, 20.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui se livre à des recherches ou à des discussions.
Étymologie: συζητέω.
English (Strong)
from συζητέω; a disputant, i.e. sophist: disputer.
English (Thayer)
(L T Tr WH συνζητητης (cf. σύν, II. at the end)), συζητητου, ὁ (συζητέω), a disputer, i. e. a learned disputant, sophist: Ignatius ad Ephesians 18 [ET] (quotation).)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. συζητήτρια Ν συζητῶ
1. αυτός που συζητεί, που συμμετέχει ή διεξάγει μία συζήτηση, συνομιλητής («είναι καλός συζητητής»)
2. ο επιδέξιος στη διεξαγωγή συζητήσεων ή αυτός που του αρέσει να συζητεί.
Greek Monotonic
συζητητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ερευνά από κοινού· συνομιλητής, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συζητητής -οῦ, ὁ [συζητέω] deelnemer aan discussie, debater, redenaar.
Russian (Dvoretsky)
συζητητής: οῦ ὁ участник изыскания, т. е. исследователь NT.
Middle Liddell
συζητητής, οῦ, ὁ, [from συζητέω
a joint inquirer: a disputer, NTest.