συμφυγάς: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συμφυγάς -άδος, ὁ, ἡ, Att. ook ξυμφυγάς [συμφεύγω] medeballing.
|elnltext=συμφυγάς -άδος, ὁ, ἡ, Att. ook ξυμφυγάς [συμφεύγω] medeballing.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συμ-φῠγάς, άδος,<br />a [[fellow]]-[[exile]], Eur., Thuc.
}}
}}

Revision as of 01:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφῠγάς Medium diacritics: συμφυγάς Low diacritics: συμφυγάς Capitals: ΣΥΜΦΥΓΑΣ
Transliteration A: symphygás Transliteration B: symphygas Transliteration C: symfygas Beta Code: sumfuga/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ,

   A fellow-exile, E.Ba.1382 (anap.), Th.6.88, X.HG1.2.13.

German (Pape)

[Seite 993] άδος, ὁ, ἡ, Mitvertriebener, Genosse der Flucht oder Verbannung; Eur. Bacch. 1380; Thuc. 6, 88.

Greek (Liddell-Scott)

συμφῠγάς: -άδος, ὁ, ἡ, ὁ συμφυγαδευθείς, συνεξόριστος, Εὐρ. Βάκχ. 1382, Θουκ. 6. 88, Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 13.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
compagnon ou compagne d’exil.
Étymologie: σύν, φυγάς.

Greek Monolingual

-άδος, ὁ, ἡ, Α
συνεξόριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φυγάς «εξόριστος»].

Greek Monotonic

συμφῠγάς: -άδος, ὁ, ἡ, εξόριστος από κοινού με κάποιον, συνεξόριστος, σε Ευρ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμφῠγάς: άδος (ᾰδ) ὁ и ἡ товарищ по изгнанию Eur., Thuc., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφυγάς -άδος, ὁ, ἡ, Att. ook ξυμφυγάς [συμφεύγω] medeballing.

Middle Liddell

συμ-φῠγάς, άδος,
a fellow-exile, Eur., Thuc.