συνεπεισπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συν-επεισπίπτω tegelijk met (...) binnenvallen in, met ἅμα + dat. en εἰς + acc. | |elnltext=συν-επεισπίπτω tegelijk met (...) binnenvallen in, met ἅμα + dat. en εἰς + acc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to [[rush]] in [[upon]] [[together]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 9 January 2019
English (LSJ)
A rush in upon together, εἰς πόλιν ἅμα τινί Plu.Fab.17.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπεισπίπτω: ἐφορμῶ, ἐπιπίπτω ὁμοῦ, εἰς πόλιν ἅμα τινὶ Πλουτ. Φάβ. 17, πρβλ. Κοριολ. 8.
French (Bailly abrégé)
faire ensemble irruption.
Étymologie: σύν, ἐπεισπίπτω.
Greek Monolingual
Α
εφορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπεισπεσεῑν ἅμα τῇ φυγῇ τῶν πολεμίων εἰς τὴν πόλιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεισπίπτω «εισβάλλω, ορμώ»].
Greek Monotonic
συνεπεισπίπτω: εφορμώ ξαφνικά εναντίον από κοινού, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπεισπίπτω: вместе врываться, совместно вторгаться (εἰς πόλιν ἅμα τινί Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επεισπίπτω tegelijk met (...) binnenvallen in, met ἅμα + dat. en εἰς + acc.