γα: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(1) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />γα ([[μόριο]]) (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />γε. | |mltxt=<b>(I)</b><br />γα ([[μόριο]]) (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />γε.<br /><b>(II)</b><br />ο [[τρίτος]] [[φθόγγος]] στην [[κλίμακα]] της βυζαντινής μουσικής, [[αντίστοιχος]] [[προς]] το φα της ευρωπαϊκής.<br /><b>(III)</b><br />γᾱ, η (δωρ. και αιολ. τ.) (Α)<br />γη. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:45, 8 January 2019
English (LSJ)
Dor. for γε, Ar.Ach.775, etc.; cf. εγωγα, τύγα.
German (Pape)
[Seite 469] dor. statt γε, Ar. Lys. 205 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰ: Δωρ. ἀντὶ τοῦ γε, Ἀριστοφ. Λυσ. 82, κτλ· ὡς ἐν συνθέτ. ἐγωγα, τύγα· ἀκριβῶς ὡς κα εἶναι Δωρ, ἀντὶ τοῦ κε.
Greek Monolingual
(I)
γα (μόριο) (δωρ. τ.) (Α)
γε.
(II)
ο τρίτος φθόγγος στην κλίμακα της βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος προς το φα της ευρωπαϊκής.
(III)
γᾱ, η (δωρ. και αιολ. τ.) (Α)
γη.
Greek Monotonic
γᾰ: Δωρ. αντί γε.
Russian (Dvoretsky)
γᾰ: дор. = γε.
Frisk Etymological English
See also: s. γε