ῥᾳδιούργημα: Difference between revisions
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
m (Text replacement - "|" to "|") |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ῥᾳδιούργημα:''' ατος τό легкомысленный поступок, нерадивость Plut.: ῥ. πονηρόν NT дурной поступок. | |elrutext='''ῥᾳδιούργημα:''' ατος τό легкомысленный поступок, нерадивость Plut.: ῥ. πονηρόν NT дурной поступок. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ῥᾳδιούργημα]], ατος, τό, [from [[ῥᾳδιουργέω]]<br />a [[reckless]] act, [[crime]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:46, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A misdeed, villany. D.H.1.77, Act.Ap.18.14, Plu.Pyrrh.6.
German (Pape)
[Seite 831] τό, leichtsinnige, nachlässige, unbesonnene Handlung; Luc. calumn. 20; D. Hal. 1, 77; Plut. Pyrrh. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾳδιούργημα: τό, πρᾶξις ἀπερίσκεπτος, κακούργημα, Διον. Ἁλ. 1. 77, Πλουτ. Πύρρ. 6, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action légère, inconsidérée.
Étymologie: ῥᾳδιουργέω.
English (Strong)
from a comparative of rhaidios (easy, i.e. reckless) and ἔργον; easy-going behavior, i.e. (by extension) a crime: lewdness.
Greek Monolingual
το / ῥᾳδιούργημα, ΝΜΑ ραδιουργῶ
δόλια ενέργεια εναντίον κάποιου, κακούργημα («εἰ μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἤ ῥᾳδιούργημα πονηρόν», ΚΔ)
αρχ.
1. απερίσκεπτη πράξη
2. ψεύτικη, πλαστή ιστορία, κατασκεύασμα της φαντασίας.
Greek Monotonic
ῥᾳδιούργημα: -ατος, τό, απερίσκεπτη πράξη, κακούργημα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾳδιούργημα: ατος τό легкомысленный поступок, нерадивость Plut.: ῥ. πονηρόν NT дурной поступок.
Middle Liddell
ῥᾳδιούργημα, ατος, τό, [from ῥᾳδιουργέω
a reckless act, crime, Plut.