κατάχρυσος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατάχρυσος -ον [κατά, χρυσός] verguld.
|elnltext=κατάχρυσος -ον [κατά, χρυσός] verguld.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατά]]-χρῡσος, ον<br />overlaid with [[gold]]-[[leaf]], [[gilded]], Luc.
}}
}}

Revision as of 14:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάχρῡσος Medium diacritics: κατάχρυσος Low diacritics: κατάχρυσος Capitals: ΚΑΤΑΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: katáchrysos Transliteration B: katachrysos Transliteration C: katachrysos Beta Code: kata/xrusos

English (LSJ)

ον,

   A overlaid with gold-leaf, gilded, IG12.280.78, 22.1388.75, SIG1106.125 (Cos, iv/iii B.C.), Onos.1.20, Plu.2.753 f, Luc. Alex.13; κόμη κ. τῇ χρόᾳ Ach.Tat.5.13.    2 metaph., of persons, gilded, Diph.60.1.    3 rich in gold, ψάμμος Poll.7.97.    4 metaph., spurious, Phld.Po.5.15. Adv. -σως speciously, Id.Piet.17.

German (Pape)

[Seite 1392] leicht vergoldet, mit Goldschaum überzogen, vgl. ἐπίχρυσος; διάζωμα Luc. Alex. 13; a. Sp. – Sehr reich; übertr., Εὐριπίδης, der goldene, Diphil. bei Ath. X, 422 h. Vgl. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κατάχρῡσος: -ον, κεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 7, 10, κτλ., Πλούτ. 2. 753F· κ. διάζωμα Λουκ. Ἀλέξ. 13·- (ἐπίχρυσος, σημαίνει περικεκαλυμμένος μὲ χρυσόν, περίχρυσος δὲ χρυσόδετος, δεδεμένος μὲ χρυσόν, ἴδε Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 191). 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, χρυσοῦς, «χρυσὸς ἄνθρωπος», «ἕνα κομμάτι μάλαμμα», Δίφιλ. ἐν «Παρασ.»1. 1. 3)πλούσιος εἰς χρυσόν, χρυσοφόρος γῆ, «κ. ψάμμος, ὑπόχρυσος γῆ, ἐπίχρυσος κόνις, χρυσῖτις γῆ» Πολυδ. Ζ΄, 97.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 en or;
2 doré.
Étymologie: κατά, χρυσός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάχρυσος, -ον)
1. καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, επίχρυσος, χρυσοστόλιστος, χρυσοποίκιλτος
2. αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, πολλά προτερήματα, αξιαγάπητος
νεοελλ.
αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό, ολόχρυσος
αρχ.
1. ο πλούσιος σε χρυσό, αυτός που περιέχει πολύ χρυσό, χρυσοφόροςκατάχρυσος ψάμμος», Πολυδ.)
2. μτφ. ο επιφανειακά μόνο χρυσός, κίβδηλος, κάλπικος.
επίρρ...
καταχρύσως (Α)
προσποιητά, επιτηδευμένα.

Greek Monotonic

κατάχρῡσος: -ον, επιστρωμένος με φύλλα χρυσού, επίχρυσος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κατάχρῡσος: отделанный золотом или позолоченный (διάζωμα Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάχρυσος -ον [κατά, χρυσός] verguld.

Middle Liddell

κατά-χρῡσος, ον
overlaid with gold-leaf, gilded, Luc.