Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έξειμι: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔξειμι]] (AM) [[είμι]]<br />[[φεύγω]], [[αναχωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγαίνω]], [[βγαίνω]] από το [[σπίτι]] («ἐξιέναι μεγάρων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]] μια [[υπηρεσία]] («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.)<br /><b>3.</b> [[εκστρατεύω]] («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[βαδίζω]], [[πορεύομαι]] («προσείπατ' ἐξιοῡσαν ὑστάτην ὁδόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για υποκριτές θεάτρου) [[παρουσιάζομαι]] [[πρώτος]] στη [[σκηνή]]<br /><b>6.</b> (για χρόνο) [[περνώ]]<br /><b>7.</b> [[παύω]], [[τελειώνω]] («ἐξιούσης τῆς ἀρχῆς», Λυσ.).<br /><b>(II)</b><br />[[ἔξειμι]] (Α)<br />(σε [[χρήση]] μόνο ως απρόσ.) <b>βλ.</b> [[έξεστι]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔξειμι]] (AM) [[είμι]]<br />[[φεύγω]], [[αναχωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βγαίνω]], [[βγαίνω]] από το [[σπίτι]] («ἐξιέναι μεγάρων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]] μια [[υπηρεσία]] («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.)<br /><b>3.</b> [[εκστρατεύω]] («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[βαδίζω]], [[πορεύομαι]] («προσείπατ' ἐξιοῦσαν ὑστάτην ὁδόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για υποκριτές θεάτρου) [[παρουσιάζομαι]] [[πρώτος]] στη [[σκηνή]]<br /><b>6.</b> (για χρόνο) [[περνώ]]<br /><b>7.</b> [[παύω]], [[τελειώνω]] («ἐξιούσης τῆς ἀρχῆς», Λυσ.).<br /><b>(II)</b><br />[[ἔξειμι]] (Α)<br />(σε [[χρήση]] μόνο ως απρόσ.) <b>βλ.</b> [[έξεστι]].
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

(I)
ἔξειμι (AM) είμι
φεύγω, αναχωρώ
αρχ.
1. βγαίνω, βγαίνω από το σπίτι («ἐξιέναι μεγάρων», Ομ. Οδ.)
2. εγκαταλείπω μια υπηρεσία («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.)
3. εκστρατεύω («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», Ξεν.)
4. βαδίζω, πορεύομαι («προσείπατ' ἐξιοῦσαν ὑστάτην ὁδόν», Ευρ.)
5. (για υποκριτές θεάτρου) παρουσιάζομαι πρώτος στη σκηνή
6. (για χρόνο) περνώ
7. παύω, τελειώνω («ἐξιούσης τῆς ἀρχῆς», Λυσ.).
(II)
ἔξειμι (Α)
(σε χρήση μόνο ως απρόσ.) βλ. έξεστι.