ένος: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔνος]], ο (Α)<br />το [[έτος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔνος]], ο (Α)<br />το [[έτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. [[ένος]] [[είναι]] μτγν. και προήλθε πιθ. κατ' [[απόσπαση]] από τα [[σύνθετα]] [[δίενος]], [[τρίενος]], [[τετράενος]] κ.ά. (Για την ετυμολ. του -<i>ενος</i> <b>βλ. λ.</b> [[ενιαυτός]])].<br /><b>(II)</b><br />[[ἔνος]], -η, -ον (Α)<br />(μόνο σε πλάγ. πτώσεις του θηλ.) [[μεθαύριο]] («ἐς τ' [[αὔριον]] ἐς τ' [[ἔννηφιν]]», «καὶ [[ἔνας]] καὶ ἐς ἀῶ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις του θηλυκού <i>ένη</i> σε επιρρηματικές εκφράσεις. Ανάγεται σε ΙE <i>eno</i>-, που [[είναι]] δεικτική [[αντωνυμία]] και χρησιμοποιείται για απομακρυσμένα αντικείμενα (<b>πρβλ.</b> [[εκείνος]])].<br /><b>(III)</b><br />[[ἕνος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> παλιότερος<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[παλιός]], [[περασμένος]]<br /><b>3.</b> [[περυσινός]]<br /><b>4.</b> (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) προ πολλού<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἕνη καὶ νέα (ενν. [[ημέρα]])» — η [[παλιά]] και νέα [[ημέρα]], η τελευταία [[ημέρα]] του [[μήνα]] («Σκιροφοριῶνος ἕνῃ καὶ νέᾳ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται για αρχαίο [[επίθετο]] με απαθή [[βαθμίδα]] ρίζας <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>senos</i>. Στην Ελληνική δεν χρησιμοποιήθηκε [[ποτέ]] με τη σημ. «[[γέρος]]», για την οποία υπήρχε η λ. [[γέρων]]. Στις άλλες ινδοευρ. γλώσσες απαντά τόσο με τη σημ. «[[παλιός]]» (<b>πρβλ.</b> αρμεν. <i>hin</i>, λιθ. <i>s</i><i>ē</i><i>nas</i>, αρχ. ινδ. <i>sana</i>-, αρχ. ιρλ. <i>sen</i> <b>κ.ά.</b>), όσο και με τη σημ. «[[γέρος]]» στην Κελτική, τη Λιθουανική και τη Γερμανική (<b>πρβλ.</b> γοτθ. <i>sineigs</i> «[[πρεσβύτης]]», αβεστ. <i>hana</i>-). Στη Λατινική χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά με τη δεύτερη σημ.<br /><b>πρβλ.</b> <i>senex</i> «[[γέρος]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
(I)
ἔνος, ο (Α)
το έτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ' απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. του -ενος βλ. λ. ενιαυτός)].
(II)
ἔνος, -η, -ον (Α)
(μόνο σε πλάγ. πτώσεις του θηλ.) μεθαύριο («ἐς τ' αὔριον ἐς τ' ἔννηφιν», «καὶ ἔνας καὶ ἐς ἀῶ»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις του θηλυκού ένη σε επιρρηματικές εκφράσεις. Ανάγεται σε ΙE eno-, που είναι δεικτική αντωνυμία και χρησιμοποιείται για απομακρυσμένα αντικείμενα (πρβλ. εκείνος)].
(III)
ἕνος, -η, -ον (Α)
1. παλιότερος
2. γεν. παλιός, περασμένος
3. περυσινός
4. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) προ πολλού
5. φρ. «ἕνη καὶ νέα (ενν. ημέρα)» — η παλιά και νέα ημέρα, η τελευταία ημέρα του μήνα («Σκιροφοριῶνος ἕνῃ καὶ νέᾳ»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για αρχαίο επίθετο με απαθή βαθμίδα ρίζας < ΙΕ senos. Στην Ελληνική δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ με τη σημ. «γέρος», για την οποία υπήρχε η λ. γέρων. Στις άλλες ινδοευρ. γλώσσες απαντά τόσο με τη σημ. «παλιός» (πρβλ. αρμεν. hin, λιθ. sēnas, αρχ. ινδ. sana-, αρχ. ιρλ. sen κ.ά.), όσο και με τη σημ. «γέρος» στην Κελτική, τη Λιθουανική και τη Γερμανική (πρβλ. γοτθ. sineigs «πρεσβύτης», αβεστ. hana-). Στη Λατινική χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά με τη δεύτερη σημ.
πρβλ. senex «γέρος»].